Σάββατο 12 Ιουλίου 2025

Η Χρυσάνθη Ιακώβου για το "μπαμπά σου λείπω;"

 Η συλλογή διηγημάτων «Μπαμπά, σου λείπω;» είναι το τρίτο βιβλίο του Παναγιώτη Γκούβερη, το οποίο, παρόλο που είναι διαφορετικό απ’ ό,τι έχει γράψει ως τώρα, μοιάζει να ανακεφαλαιώνει, κατά κάποιον τρόπο, όλα τα προηγούμενα. Ο Γκούβερης είναι πρώτα απ’ όλα θεατρικός συγγραφέας – το λογοτεχνικό του ντεμπούτο ήταν το «Μην κλαις, ρε γοργόνα!» με θεατρικά κείμενα, κάποια από τα οποία έχουν ανεβεί και στη σκηνή. Στο δεύτερό του βιβλίο, το «Μινχάουζεν διά αντιπροσώπου», τον είδαμε περισσότερο με την επαγγελματική του ιδιότητα: ένα επιστημονικό, κατά βάση, βιβλίο, που ερευνά το σύνδρομο Μινχάουζεν διά αντιπροσώπου και περιέχει, μεταξύ άλλων, πραγματικά περιστατικά διαζευγμένων γονιών κατά τα οποία η υγεία του παιδιού γίνεται αντικείμενο φιλονικίας μεταξύ της μητέρας και του πατέρα. Είναι μέσα στα ερευνητικά και επαγγελματικά ενδιαφέροντα του Γκούβερη η μελέτη περιπτώσεων κακοποίησης ανηλίκων.

Το «Μπαμπά, σου λείπω;» λοιπόν φαίνεται να συνενώνει τις επαγγελματικές και λογοτεχνικές ιδιότητες του Γκούβερη. Όπως λέει και ο υπότιτλος, έχουμε να κάνουμε με ιστορίες που αφορούν περιπτώσεις διαζυγίου, το οποίο διαζύγιο φέρνει πολλές φορές τη γονική αποξένωση και βλάπτει το παιδί, όταν οι γονείς δεν μπορούν να διαχειριστούν σωστά τον χωρισμό. Πρόκειται για μικρές ιστορίες, διηγήματα θα μπορούσαμε να πούμε, ή, αν θέλετε, σύντομες θεατρικές πράξεις, γιατί τα περισσότερα κείμενα είναι διάλογοι ή μονόλογοι, θα μπορούσαμε να τα δούμε και στο θέατρο, γιατί στο κάτω κάτω ο Γκούβερης παραμένει ένας θεατρικός συγγραφέας και όσα γράφει έχουν πάντα μια ζωντάνια, μια καθαρότητα, μια θεατρικότητα.

Ο Γκούβερης ως συγγραφέας χαρακτηρίζεται από μια ηρεμία. Ο τρόπος που αφηγείται –είτε πρόκειται για κάτι ευχάριστο είτε για κάτι δυσάρεστο– έχει μια ειλικρίνεια, μια σταθερότητα, μια αμεσότητα, είναι αφοπλιστικός. Αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό του είναι που μαγνητίζει τον αναγνώστη και που τον κερδίζει, προτού προλάβει να φέρει άμυνες, προτού προλάβει να αμφισβητήσει αυτά που διαβάζει. Τα κείμενα του Γκούβερη σε κρατούν από την αρχή, βυθίζεσαι μέσα τους, κι έπειτα σε οδηγούν έξω, αφότου σε έχουν συνταράξει.

Αυτό συμβαίνει σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό στο συγκεκριμένο βιβλίο, που από τη φύση του προκαλεί τον αναγνώστη τόσο λογοτεχνικά όσο και συναισθηματικά: οι ιστορίες αφορούν άσχημα διαζύγια και στα περισσότερα κείμενα ο συγγραφέας παρουσιάζει την κατάσταση μέσα από τα μάτια και τα λόγια του παιδιού.

Στο βιβλίο τονίζεται ιδιαίτερα –όπως δηλώνει εξάλλου και ο τίτλος– η σχέση μεταξύ παιδιού και πατέρα, εφόσον, ως γνωστόν, τα παιδιά πάνε συνήθως με τις μητέρες μετά το διαζύγιο, οπότε πολλές φορές έρχεται απόσταση με τον πατέρα. Κι αυτό είναι ένα στοιχείο που καθορίζει το βιβλίο και φωτίζει κοινωνικά, αν θέλετε, το θέμα του διαζυγίου από μια σκοπιά που δεν έχουμε συνηθίσει και μας βάζει σε πολλές σκέψεις ή ανοίγει πολλές συζητήσεις.

Αυτό που μας κεντρίζει συναισθηματικά στο συγκεκριμένο βιβλίο είναι ότι σε πολλές από τις ιστορίες τα παιδιά δεν βλάπτονται από το διαζύγιο αυτό καθεαυτό, αλλά από τους ίδιους τους γονείς. Τα παιδιά δεν είναι δηλαδή τραυματισμένα απλώς επειδή οι γονείς χώρισαν, αλλά επειδή οι μητέρες και οι πατέρες βγάζουν έναν θυμό μεταξύ τους, μια μικροπρέπεια, ο κάθε γονιός στέκεται εμπόδιο στη σχέση του παιδιού με τον άλλον γονιό. Κοινώς, δεν μπορούν να αφήσουν τις διαφορές τους στην άκρη για το καλό του παιδιού.

Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τον νόμο. Σε πολλά σημεία του βιβλίου διαβάζουμε για δικαστήρια, δικαστές, δικηγόρους, δικαστικές αποφάσεις, όλα αυτά περιορίζουν ασφυκτικά τη σχέση του παιδιού με τον έναν γονιό, τον γονιό-«θύμα» δηλαδή, που αναγκάζεται να βλέπει το παιδί του πολύ συγκεκριμένες μέρες και ώρες.

Όλα αυτά είναι γνωστά στους ενήλικες, αλλά βλέποντάς τα εδώ μέσα από τα μάτια ενός παιδιού αντιλαμβάνεται κανείς τον παραλογισμό που συχνά συνοδεύει έναν χωρισμό. Το βιβλίο του Παναγιώτη Γκούβερη είναι μια μετωπική σύγκρουση ενός κακού διαζυγίου με την αγάπη. Όλα αυτά έχουν λογοτεχνικά πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και ο συγγραφέας δημιουργεί τρομερές ιστορίες που ο αναγνώστης θα τις θυμάται για πολύ καιρό αφότου τις διαβάσει, αλλά παράλληλα το βιβλίο αποτελεί ολόκληρο ένα τεράστιο κοινωνικό σχόλιο, για τις συμπεριφορές των γονιών και για το νομοθετικό σύστημα.

Ο κόσμος του «Μπαμπά, σου λείπω;» είναι ο μικρόκοσμος ενός παιδιού γεμάτος μοναξιά, φόβο, ανασφάλεια, αδικία, παράπονο και μια μεγάλη αγάπη που τεμαχίστηκε ή λειτουργεί με συγκεκριμένα ωράρια. Ο Γκούβερης είναι ιδιαίτερα προκλητικός, όχι μόνο γιατί μιλά για το διαζύγιο δίνοντας φωνή στο παιδί, αλλά γιατί προχωρά σε τολμηρές επιλογές, όπως το να παρουσιάσει τον πατέρα ως θύμα και όχι ως θύτη, να θίξει τον παραλογισμό της νομοθεσίας, να δείξει τους γονείς ως ανθρώπους που βάζουν τον εγωισμό τους πιο πάνω από το παιδί τους.

Το «Μπαμπά, σου λείπω;» ασχολείται με το θέμα του διαζυγίου από μία εντελώς άλλη οπτική, αποτελεί μια κατάθεση στο ζήτημα αυτό και μια πραγματική αφορμή για προβληματισμό και διάλογο. Έχει να προσφέρει κάτι και λογοτεχνικά και κοινωνικά και σε τελική ανάλυση είναι ένα βιβλίο που έπρεπε να γραφτεί και καλώς γράφτηκε με τον τρόπο που γράφτηκε, δηλαδή με νηφαλιότητα, με ρεαλισμό, με μαύρο χιούμορ σε κάποια σημεία και με μια πολύ εύθραυστη τρυφερότητα. Ένα τέτοιο βιβλίο, που να συνενώνει όλα αυτά τα στοιχεία με αυτόν τον τρόπο, βρήκε την καλύτερη έκφρασή του από την ιδιαίτερη λογοτεχνική φωνή του Παναγιώτη Γκούβερη.


Πρώτη Δημοσίευση Περιοδικό Περι Ου

O πατέρας ως αποξενωμένος ήρωας και η μητέρα ως εχθρός: ανδρικές αφηγήσεις, γυναικείες σιωπές και μια κριτική αόρατη (Ο Δήμος Χλωπτσιούδης για το "Μπαμπά σου λείπω;" )

 Ένα ζήτημα που έχουμε πολλές φορές καταγράψει πρόβλημα είναι η αδυναμία της ελληνόφωνης κριτικής να δει πίσω από τις λέξεις και να ορίσουμε έναν νέο ποιητικό λόγο που θα εξετάζει το έργο ως κατάθεση ιδεών στη δημόσια σφαίρα. Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι η περίπτωση του νέου βιβλίου του Παναγιώτη Γκούβερη, Μπαμπά σου λείπω; με τον υπότιτλο Ιστορίες με αφορμή τη γονική αποξένωση (Θίνες, 2025), που πραγματεύεται όχι το ζήτημα των διαζυγίων, όπως είδε η κριτική, αλλά της απόδοσης επιμέλειας των ανηλίκων στις μητέρες. Ήδη από τον τίτλο του βιβλίου ο αναγνώστης και η αναγνώστρια λίγο πολύ αντιλαμβάνονται το περιεχόμενο.

Αν και το βιβλίο αξιοποιεί με πραγματικά ευφάνταστο λόγο την οπτική των παιδιών, δεν ξεφεύγει από την αρσενική μονομερή οπτική. Η αριστοτεχνική γραφή του Γκούβερη, που παρακολουθούμε από χρόνια, φέρνει στην επιφάνεια την παιδική εμπειρία από άσχημα διαζύγια (και μόνο). Ωστόσο, μας υποχρεώνει να θέσουμε μια σειρά προβληματισμών για τον αρσενικό λόγο κυριαρχίας που στρέφεται και κατά του διαζυγίου (βλ. σελ. 89), ως οντολογική κοινωνική συνθήκη, και κατά των γυναικών που ανέλαβαν την επιμέλεια των τέκνων.

Πραγματικοί ήρωες στις ιστορίες του Γκούβερη δεν είναι όμως τα παιδιά, ακόμα και αν εκτίθεται επιφανειακά η δική τους πρωτοπρόσωπη αφήγηση και οπτική εσωτερικής εστίασης, αλλά οι πατέρες που βασανίζονται (βλ. σελ. 73, 83, 86) και πέφτουν θύματα δικαστών και μητέρων, σε ένα δυστοπικό για αυτούς περιβάλλον. Μα έτσι, στα διηγήματα επισημοποιείται η αρσενική μυθολογία περί ‘θυματοποίησης των ανδρών’ (sic). Μάλιστα καθώς τα πρώτα μικροδιηγήματα ορίζουν με σαφήνεια το φύλο του παιδιού (κορίτσι), υποχρεώνουν την αναγνωστική πρόσληψη να εξετάσει το παιδί μόνο ως θηλυκό, αποσιωπώντας τα αγόρια σε διαζευγμένες οικογένειες.

Σε όλο το έργο οι πατέρες είναι τα θύματα εύκολων δικαστικών αποφάσεων (βλ. σελ. 57). Δεν είδαμε όμως καμία αναφορά στα αίτια των διαζυγίων, κάτι που ουσιαστικά στρέφει τα βέλη κατά του θεσμού του διαζυγίου και δεν εξετάζει δυσαρμονίες ή κακοποιητικές συμπεριφορές εντός της οικογένειας. Φαίνεται σαν να ήταν όλα υπέροχα και το διαζύγιο να ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία. Μάλιστα πουθενά δεν γίνεται λόγος για διαζύγια κοινή συναινέσει. Αντίθετα, ευθύνες επιρρίπτονται μόνο στις μητέρες μετά το διαζύγιο. Την ίδια στιγμή, σε όλα τα διηγήματα οι πατέρες εμφανίζονται μόνοι. Μόνο ένας πατέρας ξαναπαντρεύτηκε στα μικροδιηγήματα, ενώ οι μητέρες ξαναφτιάχνουν τη ζωή τους (βλ. σελ. 39), έχουν παρέες, συντρόφους κλπ.

Οι γυναίκες εμφανίζονται ως υπεύθυνες για την αποξένωση του γονέα του πατέρα από το παιδί (βλ. σελ. 24, 37, 40, 52). Κρύβουν το παιδί για να μη τον συναντήσει (βλ. σελ. 53, 37) και “βάζουν λόγια” στο κορίτσι κατηγορώντας τον. Χαρακτηριστική είναι η έμφαση που δίνεται στην εκμετάλλευση των παιδιών για τη διατροφή (βλ. σελ. 42), καταγράφοντας περιστατικά με παζάρια κι αξιοποιώντας τα παιδιά ως μέσο εκβιασμού (βλ. σελ. 51, 46) και την πιθανή εμπλοκή της αστυνομίας ή των δικαστικών αρχών, όταν η διατροφή είναι λίγο μικρότερη (βλ. σελ. 50, 86). Πουθενά όμως δεν γίνεται λόγος ότι η διατροφή αφορά το παιδί και δεν δίνεται υποχρεωτικά από τον πατέρα. Στα μικροδιηγήματα, συχνά η διατροφή παρουσιάζεται στην αναγνωστική πρόσληψη ως μέσο βιοπορισμού των πρώην συζύγων (πρβλ. το κυβερνητικό δόγμα περί επιδομάτων που δίνονται σε τεμπέληδες από το κράτος).

Ενίοτε η μάνα είναι προκλητική και γυμνή (βλ. σελ. 67). Μάλιστα η σεξουαλική ζωή της γυναίκας μπαίνει έμμεσα στο επίκεντρο του πεζογραφικού φακού, καθώς κρίνεται κατακριτέο καθώς κατακρίνεται ότι έχει ερωτικές εμπειρίες προ γάμου (βλ. σελ. 71), αν και κάτι τέτοιο φαίνεται ότι δεν αφορά τον άνδρα. Στην πραγματικότητα, οι μάνες στα μικροδιηγήματα της συλλογής, όταν δεν θέλουν το κακό των παιδιών τους για να απελευθερωθούν (βλ. σελ. 79), τα χρησιμοποιούν για να εκδικηθούν τον πατέρα και μόνο. Ωστόσο, σε κανένα κείμενο δεν εντοπίσαμε πατέρα που να κακοποιεί το παιδί του. Βέβαια, ούτε μοιχεία είδαμε ως αιτία διαζυγίου ούτε εγκατάλειψη οικογενειακής εστίας.

Επιλογικά, η περίπτωση του Μπαμπά, σου λείπω; έρχεται να φωτίσει με τον πιο εύγλωττο τρόπο την αδυναμία της σύγχρονης κριτικής να παρέμβει ουσιαστικά στο λογοτεχνικό πεδίο. Η απουσία κριτικής ανάγνωσης που να υπερβαίνει τη θεματολογία και να διεισδύει στους ιδεολογικούς μηχανισμούς της αφήγησης επιτρέπει την εμπέδωση ενός κυρίαρχου αρσενικού λόγου, που όχι μόνο δεν αμφισβητείται, αλλά επιβραβεύεται ως αυθεντική “φωνή των παιδιών”. Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για μια αφήγηση που −πίσω από την προσχηματική παιδική εστίαση− αρθρώνει μεθοδικά έναν λόγο κατά των γυναικών και του ίδιου του θεσμού του διαζυγίου. Η κριτική σιωπή απέναντι σε αυτή τη στοχευμένη αφήγηση συνιστά συνενοχή. Όταν η γραφή του πατέρα παρουσιάζεται ως η μόνη έγκυρη φωνή για την παιδική αποξένωση, ενώ οι γυναίκες αποκλειστικά ενοχοποιούνται και στιγματίζονται –ως σεξουαλικά ενεργές, ως χειριστικές μητέρες, ως φορείς της αποξένωσης– τότε η λογοτεχνία παύει να είναι πεδίο αναστοχασμού και μετατρέπεται σε όχημα αναπαραγωγής πατριαρχικών στερεοτύπων. Η απουσία κάθε αναφοράς σε κακοποιητικές συμπεριφορές, σε συναινετικά διαζύγια ή σε πατρικές ευθύνες συγκροτεί μια μονοδιάστατη πραγματικότητα, όπου οι άνδρες εμφανίζονται αποκλειστικά ως θύματα και οι γυναίκες ως θύτες.

Αυτό που προκύπτει τελικά δεν είναι μόνο μια μονόπλευρη αφήγηση, αλλά η επίσημη ενσωμάτωση της ρητορικής των “πατεράδων που αδικήθηκαν” στον λογοτεχνικό κόσμο. Και όσο η κριτική αδυνατεί –ή αρνείται– να αναδείξει τα ιδεολογικά προτάγματα πίσω από τέτοιες αφηγήσεις, τόσο ενισχύεται η κανονικοποίηση ενός λόγου που εργαλειοποιεί τη λογοτεχνία για να επιτεθεί στην αυτονομία των γυναικών και στο δικαίωμά τους να καθορίζουν τη ζωή τους μετά το διαζύγιο. Η κριτική οφείλει να αρθρώνει αντίλογο. Διαφορετικά, απλώς επικυρώνει την επίσημη είσοδο της έμφυλης εχθροπάθειας στο λογοτεχνικό corpus.


Πρώτη Δημοσίευση Περιοδικό Fractal

 

Η Χρυσάνθη Ιακώβου για το "μπαμπά σου λείπω;"

  Η συλλογή διηγημάτων «Μπαμπά, σου λείπω;» είναι το τρίτο βιβλίο του Παναγιώτη Γκούβερη, το οποίο, παρόλο που είναι διαφορετικό απ’ ό,τι έχ...