Συνέντευξη στο culturebook.gr
Έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά η θέση του πεζογράφου στην κοινωνία;
Ξέρεις, εγώ ζώ στις Σέρρες. Λίγο πολύ όλοι ξέρουν πως γράφω εδώ πέρα. Άλλοι με λένε συγγραφέα, άλλοι καλλιτέχνη, άλλοτε στα σοβαρά άλλοτε στ' αστεία. Δε γεννήθηκα εδώ, αλλού μεγάλωσα, όμως στις Σέρρες ξεκίνησα να γράφω για τα καλά. Νιώθω πώς έχω μια υποχρέωση στην πόλη αυτή, έστω κι αν την αισθάνομαι άσχημη και κουραστική. Νιώθω σαν να με έχει υιοθετήσει ένα πράμα. Νομίζω ότι θα δυσκολευτώ όποτε και αν φύγω από δώ. Όταν αναρωτιέμαι για τη θέση μου ως γραφιά στην κοινωνία συλλογίζομαι τοπικά. Αναζητώ τη θέση μου στην πόλη των Σερρών: Γιατί την έχω ανάγκη αυτή την μικρή κοινωνία και τι έχει ανάγκη από εμένα αυτός ο μικρόκοσμος; Νομίζω τελικά ότι ο συγγραφέας είναι το σάπιο κερασάκι σε μια κακοφτιαγμένη τούρτα που τη λένε κοινωνία. Αυτή είναι η θέση του: Ψηλά… και βυθισμένα. Δεν ξέρω τι γίνεται σε πόλεις πιο μεγάλες, πιο φανταχτερες, πιο βρώμικες. Όμως επαρχία δίχως αλαφροΐσκιωτους πεζογράφους δε γίνεται.
Να σου εξομολογηθώ κάτι: Τόσα χρόνια στις Σέρρες, αρνούμαι να γυρίσω τα χωριά του νομού. Δε θέλω να μάθω την περιοχή, δε θέλω να την κάνω δική μου. Νιώθω πως όσο γράφω πρέπει να διατηρώ το ανεκπλήρωτο, να χω να περιμένω και να με περιμένουν. Μια τέτοια μετέωρη θέση νιώθω λοιπόν ως εκκολαπτόμενος πεζογράφος.
Ας κάνουμε όμως έναν συλλογισμό: Έστω πως με μια σβήστρα σβήσουμε όλους τους πεζογράφους και τους ποιητές και τους ζωγράφους και τους ηθοποιούς σε μια αφράτη πόλη. Τι θα γίνει; Θα μικρύνει αυτή η πόλη, θα φοβηθεί, θα γίνει τοσοδούλα, θα χάσει τη νοστιμιά της και την μνήμη της. Οι πεζογράφοι αυτό ξέρουν: Ξέρουν να θυμούνται και να διηγούνται ξανά, όμως με όσο ψέμμα χρειάζεται. Με τη σωστή δοσολογία. Σκέτη αλήθεια δεν έχει νοστιμιά. Δίχως την λοξή μνήμη του πεζογράφου, δεν αντέχεται η ιστορία και η ζωή η ίδια. Εκεί λοιπόν καταλήγω: Οι συγγραφείς είναι οι καλοπροαίρετοι ψεύτες που στοιχίζουν τα τείχη μιάς πόλης.
Σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή του κορονοϊού, έχει ιδιαίτερο ρόλο η πεζογραφία;
Η πεζογραφία νομίζω ότι σιχαίνεται τις κοινές κρίσεις. Όσοι γράφουμε θέλουμε μια αποκλειστικότητα στα βάσανά μας. Θέλουμε να είναι δικά μας και μόνο δικά μας. Γράφουμε για τον δικό μας έρωτα, το δικό μας πένθος, τη δική μας γέννα. Τώρα λοιπόν στέκεται μπροστά μας ένα βάσανο κοινο, συλλογικό και φρέσκο, ζεστό ζεστό, μεταδοτικό απ' τον έναν προς τον άλλο. Δύσκολο να γράψεις έτσι… Δύσκολο να φιλιώσεις με την κοινή εμπειρία και να την περιγράψεις δίχως να παρασυρθείς απο μια γραφή δημοσιογραφική. Να σου δώσω ένα παράδειγμα: Όταν γράφω θέατρο δυσκολεύομαι ακόμα να βάλω στις σκηνές κινητά τηλέφωνα, ή υπολογιστές… ακόμα δεν έχω φιλιώσει με αυτή την κοινή πραγματικότητα και ας πάνε δυο δεκαετίες που μας κατέκλυσε.
Η πεζογραφία θα πάρει την εκδίκησή της από τον κορονοϊό. Θα τον περιγράψει, θα τον αφηγηθεί, θα τον χλευάσει και θα τον πενθήσει, όμως όχι τώρα. Θέλει υπομονή. Αυτός είναι ο ρόλος της. Είναι το αόρατο χέρι που βαστάει το μολύβι του μέλλοντος. Όταν ο καθένας μας φιλιώσει και πληγωθεί πραγματικά από το χτικιό του κορονοϊού, τότε θα βγουν κείμενα, τότε θα γίνουν γέννες. Η γραφή προϋποθέτει πληγή στο σώμα, ανάμνηση χαραγμένη δίχως προσδοκία ίασης.
Βλέπω τον κόσμο να διαβάζει αβέρτα τώρα στην καραντίνα. Online θέατρο, σειρές, ταινίες, ντάνες βιβλία, ποίηματα με το κιλό…. Εγώ δεν αντέχω να βουτήξω σε αναγνώσεις αυτές τις μέρες. Έχω μια αναγνωστική αμηχανία, άρνηση, η οποία όμως με ανακουφίζει. Δε θέλω την παρέα ούτε του Ντοστογιέφσκι, ούτε του Καραγάτση αυτές τις μέρες. Θέλω τη μοναξιά μου. Βέβαια γράφω, κάθε μέρα γράφω, όμως ούτε μια λέξη για τον κορονοϊό. Αργότερα, θα πάρω την εκδίκησή μου κι απ' αυτόν. Εύχομαι ειλικρινά του χρόνου, του παραχρόνου, σε μια πενταετία, τα Αθηναϊκά θέατρα να παίζουν φάρσες για πανδημίες και εμβόλια. Ποιός ξέρει... Εδώ θα είμαστε… ελπίζω.
Lost Lamb, Vygantas Paukste 1994 |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου