Παρασκευή 16 Μαΐου 2025

Ο αντίκτυπος των διαζυγίων στα παιδιά (Γράφει η Λίλια Τσούβα ) - κριτική για το "μπαμπά σου λείπω;"

 «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι γύρω από την οικογένεια και το σπίτι δημιουργούνται, δυναμώνουν και συντηρούνται οι μεγαλύτερες αρετές της ανθρώπινης κοινωνίας» διακήρυξε κάποτε ο Άγγλος πολιτικός Ουίνστον Τσώρτσιλ. Με τα λόγια του επιβεβαιώνει όσα όλοι μας αισθανόμαστε και πιστεύουμε για την οικογένεια, το πιο σημαντικό κύτταρο της κοινωνίας. Η οικογένεια ταυτίζεται με τις ρίζες μας, είναι το καταφύγιο, η ανάσα μας. Και μπορεί στην εποχή μας να λειτουργεί με νέα μοντέλα, ο ρόλος της όμως δεν αμφισβητήθηκε ποτέ. Η οικογένεια παραμένει βασικός θεσμός. Με τα μέλη της μάς συνδέουν ισχυροί βιολογικοί και συναισθηματικοί δεσμοί, ακατάλυτοι συχνά.
Είναι αλήθεια ότι στους καιρούς μας το οικογενειακό σχήμα, επηρεασμένο από τη ρευστότητα και τη συνθετότητα της ζωής, οδηγήθηκε σε μια ποικιλία μορφών και δομών που επέφερε μεταβλητότητα στις προσωπικές συνθήκες και ένα πλήθος προβλημάτων στα μέλη της. Πολλοί μιλούν για κρίση του θεσμού και αποξένωση των μελών της. Άλλοι για αποσύνθεση της κοινωνικής οργάνωσης και ηθικής. Και αναφέρονται φυσικά στα διαζύγια που αυξάνονται με καταιγιστικό ρυθμό, όπως και στην παραμέληση, και πολύ χειρότερα στην κακοποίηση, την αποξένωση από τον ένα γονέα, ένα φαινόμενο που η επικαιρότητα αναδεικνύει, οι ολοένα και πιο δραματικές ιστορίες με πρωταγωνιστές παιδιά, η οποία και εγείρει ερωτήματα ως προς την έως τώρα δεδομένη γονεϊκή αφοσίωση και αγάπη.
Ο Παναγιώτης Γκούβερης στο βιβλίο του «Μπαμπά σου λείπω» (εκδόσεις Θίνες 2025), καταπιάνεται με τις επιπτώσεις των διαζυγίων στις παιδικές ψυχές, με τους ανταγωνισμούς και τις αντιπαλότητες, τα μίση των συζύγων μετά τη ρήξη των σχέσεων ή τη διάλυση του γάμου. Αποκαλύπτει ότι το να είσαι γονιός είναι μια «τέχνη» δύσκολη. Δεν είναι εύκολο να αποφύγουν οι πρώην σύζυγοι τους προσωπικούς εγωισμούς και τα πείσματα, τον ωφελιμισμό. Τα παιδιά βαδίζουν στην κόψη του ξυραφιού, αναρωτιούνται, επιθυμούν, δεν έχουν όμως απαντήσεις.
Το βιβλίο «Μπαμπά σου λείπω» είναι χωρισμένο σε ενότητες με τίτλους: Μόνη μου, Με τον μπαμπά, Με τη μαμά, Και με τους δυο, Με τον κύριο δικαστή, Όλοι μαζί! Μέσα από σύντομες ιστορίες φέρει στην επιφάνεια τον πόνο των παιδιών, τα πολλά παράπονά τους μετά το διαζύγιο. Είναι γραμμένο με τη γλώσσα των παιδιών και καθρεφτίζει τις διαρρηγμένες σχέσεις, την υποκειμενικότητα στην αντίληψη, την κακοποίηση της παιδικής ψυχής. Τα παιδιά δεν μπορούν να συλλάβουν τον ανταγωνισμό, τη δίψα για ατομική επικράτηση, τις διαταραγμένες σχέσεις, τις εντάσεις. Υφίστανται ωστόσο τη βία, τα ενδοοικογενειακά εγκλήματα με θύματα τα ίδια. Για τα παιδιά η απουσία του ενός γονέα είναι ανυπόφορη. Δύσκολα προσαρμόζονται στις δικαστικές αποφάσεις για τακτικά ωράρια και συγκεκριμένες ημέρες επικοινωνίας. Χάνουν τη γαλήνη, την ασφάλεια, την ξεγνοιασιά, χάνουν την αγάπη και το όνειρο. Οι μεγάλοι, επικεντρωμένοι στο «εγώ» τους, το προσπερνούν ή δεν το αντιλαμβάνονται. Όμως είναι γονείς και έχουν την ευθύνη των παιδιών τους. Αντί να τους προσφέρουν μια υγιή επικοινωνία με τον άλλο γονέα μετά το διαζύγιο, τα μεταφέρουν από το ένα σπίτι στο άλλο σαν βαλίτσες, τα δωροδοκούν με παιχνίδια και χρήματα προκειμένου να λειάνουν τις δικές τους τύψεις, αλλά και την αμηχανία, το καρδιοχτύπι, τον δικό τους πόνο. Αν και το σύγχρονο κοινωνικό πλαίσιο διευκολύνει την έκφραση νέων μορφών οικογένειας, η ανεκτικότητα της κοινωνίας είναι μεγαλύτερη και η πολυμορφία δεδομένη, τα στερεότυπα θριαμβεύουν, όπως και οι ενστάσεις ως προς την ανατροφή των παιδιών ή ο ατομικισμός. Ο Γκούβερης αναδεικνύει στο βιβλίο την ευθύνη των γονέων μετά το διαζύγιο, εγείροντας την ανάγκη ενός ουσιαστικού διαλόγου, μιας παιδείας που θα προετοιμάζει κατάλληλα τους γονείς, ώστε πέρα από τους τριγμούς και τα προβλήματα στις διαπροσωπικές τους σχέσεις, να αντιμετωπίζουν το παιδί με σεβασμό. Στην εποχή μας, ανώριμες επιλογές, έντονοι ρυθμοί, ατομικισμός, σεξουαλική απελευθέρωση, πολλοί άλλοι λόγοι, έφεραν μαρασμό των συναισθημάτων, μια ηθική αλλοίωση που κλόνισε τον θεσμό του γάμου και δημιούργησε ρωγμές στις σχέσεις. Τα διαζύγια αυξήθηκαν. Οι γονείς ωστόσο δύσκολα διαχειρίζονται τον χωρισμό. Η απογοήτευση και η μελαγχολία, η εκδικητικότητα, η επιθετικότητα είναι σχεδόν πάγιες συμπεριφορές. Τα παιδιά γίνονται αποδέκτες της επιθετικής συμπεριφοράς εκατέρωθεν.
Ο Γκούβερης αφηγείται ιστορίες που συγκινούν με την αλήθεια και τον ρεαλισμό τους. Εμπνευσμένες από δικαστικές αποφάσεις, από παιδικά δωμάτια αδειανά, όπως γράφει, αυτές οι «τρυφερές ιστορίες δωματίου», έτσι τις ονομάζει, ξυπνούν ένα σημαντικό αίτημα: οι διαζευγμένοι να συνειδητοποιήσουν την ευθύνη και τον ρόλο τους μετά τη λήξη του γάμου. Να στηρίζουν τα παιδιά σαν να μην έχουν χωρίσει, να μην τα χρησιμοποιούν για ικανοποίηση του δικού τους εγωισμού, του δικού τους οφέλους, της εκδίκησης. Η μητρότητα και η πατρότητα είναι ρόλοι σημαντικοί. Από την επιτυχημένη άσκησή τους εξαρτάται η κοινωνικοποίηση και η ψυχική ισορροπία του παιδιού, η μελλοντική του πορεία, η υγιής ανάπτυξή του. Οι διαζευγμένοι γονείς οφείλουν να εξασφαλίζουν την επικοινωνία με τον άλλο γονέα. Το παιδί πρέπει να βιώνει την αγάπη και τη στοργή. Και αυτό να είναι επιλογή και επιθυμία, όχι υποχρέωση ή θυσία.
Ορισμένα από τα διηγήματα παραπέμπουν υφολογικά στο βιβλίο «Γράμματα των παιδιών στον Θεό», ένα έργο στο οποίο παιδιά έστελναν επιστολές στον Θεό. Είχε κυκλοφορήσει τη δεκαετία του 2000 και είχε καθηλώσει με την ειλικρίνεια, το ευθύβολο της παιδικής σκέψης. Παρόμοια εντιμότητα και φυσική αλήθεια διαθέτουν οι σύντομες ιστορίες του Γκούβερη, γραμμένες με τον τρόπο αυτό. Στα τελευταία του διηγήματα ωστόσο, «Κουνέλι ανά χείρας», «Γοργόνα Βελβεντού», και «Αρίσταρχος Δεκαβάλλας», ο συγγραφέας υιοθετεί τον προσφιλή του τρόπο της συλλογής διηγημάτων «Μην κλαις, ρε Γοργόνα!» (εκδόσεις Γαβριηλίδη). Φλερτάροντας και εδώ με τον εξπρεσιονισμό και τον νατουραλισμό, πλέκει ένα κλειστοφοβικό νήμα γύρω από τους ήρωες. Η παιδική κακοποίηση, οι εξουσιαστικές σχέσεις, ο κατακερματισμός των παιδικών προσωπικοτήτων, η αλλοτρίωση των γονέων, παρουσιάζονται με μονολόγους, ελλειπτικές προτάσεις. Ο εξπρεσιονισμός αναμειγνύεται με τον υπερρεαλισμό, η μυθοπλασία στρέφεται στα αντιφατικά συναισθήματα, στους μετεωρισμούς, στις παλινωδίες. Άμεσος και καθημερινός ο λόγος, χαρακτηρίζεται από επαναλήψεις και συγκινησιακή φόρτιση. Η δομή είναι θεατρική. Οι επιθυμίες, τα πάθη, τα τραύματα, περνούν συχνά μέσα από πικρό χιούμορ και λεπτή σάτιρα.
Στο έργο «Μπαμπά σου λείπω», ο Παναγιώτης Γκούβερης αντιμετωπίζοντας με έγνοια τα παιδιά των διαζευγμένων οικογενειών, αφενός κατασκευάζει έναν καθρέφτη της κοινωνίας και των παθογενειών της που τα εμπεριέχει, αφετέρου κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, απαιτώντας σύνεση και ψυχική υπέρβαση των γονέων για χάρη των ευαίσθητων παιδικών ψυχών.
 

Πρώτη Δημοσίευση: Περιοδικό Fractal, Τεύχος 221ο

«Μην κλαις ρε γοργόνα» στο θέατρο Ίσον. Ο εφιάλτης ξυπνά μέσα από το μύθο της θλιμμένης γοργόνας. Η αντιστοιχία με τη σημερινή νεοελληνική πραγματικότητα διαλύει τη χίμαιρα της ευδαιμονίας. (της Ελένης Αναγνωστοπούλου)

 Η έννοια του Ανήκειν έχει παρερμηνευτεί ουκ ολίγες φορές διότι σαν άνθρωποι έχουμε την τάση να ελέγχουμε τα πάντα γύρω μας, νομίζοντας- εσφαλμένα- ότι δεν θα χάσουμε ανθρώπους από κοντά μας, ότι οι καταστάσεις δεν θ’ αλλάξουν και συνεπώς δεν θα μας ξεβολέψουν. Ήρθε λοιπόν η ώρα να πούμε ένα ηχηρό: «Καλώς όρισες!» σε όλα αυτά που θα έρθουν όχι επειδή θέλουν το κακό μας αλλά επειδή είναι σημαντικοί σταθμοί του επίγειου προορισμού μας. Υφίσταται λοιπόν ένας άγραφος κανόνας που διατυπώνει ότι η ενήλικη ζωή συνδέεται με την εξερεύνηση του μονοπατιού που είναι μοναδικό και τελείως διαφορετικό για τον καθένα ούτως ώστε να φτάσει στον Ανώτερο Αυθεντικό Εαυτό του, στην πραγμάτωσή του όχι σε υλικό αλλά σε πνευματικό επίπεδο.
Στην ελληνική λαογραφία η γοργόνα είναι θαλάσσιος δαίμονας, ένα πλάσμα που θα το χαρακτηρίζαμε με τον όρο υβρίδιο. Άνθρωπος από την κορυφή ως τη μέση και ψάρι από τη μέση έως την ουρά. Αυτός ο παράδοξος σχεδόν απόκοσμος δαίμονας αρπάζει από τα πλοία τους ναύτες και μετά τα βυθίζει, είναι υπεύθυνος για την πρόκληση θαλάσσιων ανεμοστρόβιλων. Ήταν αδερφή του Μέγα-Αλέξανδρου που ήπιε το αθάνατο νερό και εμφανίζεται σε ανθρώπους μεσάνυχτα Σαββάτου. Σύμφωνα με την ελληνική λαογραφία, οι γοργόνες ζουν στη Μαύρη Θάλασσα (Εύξεινος Πόντος) και συχνά κατεβαίνουν στο Αιγαίο. Όταν συναντήσει στο δρόμο της κάποιο πλοίο, το πιάνει από την πλώρη και ρωτάει: «Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;» Αν οι ναύτες απαντήσουν ότι ζει τους αφήνει να φύγουν τραγουδώντας με τη λύρα της. Αν όμως οι ναύτες απαντήσουν ότι ο βασιλιάς Αλέξανδρος πέθανε και δεν ζει πια, πετάει το καράβι ψηλά και πέφτοντας στο νερό βυθίζεται παίρνοντας μαζί του και τους ναύτες. Έπειτα, η γοργόνα το μετανιώνει για τις ζωές των ναυτών που αφαίρεσε, κλαίει και μοιρολογεί. Από τα κλάματα σηκώνεται τρικυμία και θύελλα μεγάλη που αφανίζει τα πάντα στο πέρασμά της.
Το κείμενο διά χειρός Παναγιώτη Γκούβερη αποτελείται από εφτά αυτοτελείς ιστορίες που ενισχύουν τον αρχικό μύθο της γοργόνας ενώ παρεισφρέουν γεγονότα και σημεία ορόσημα που έχουν σημαδέψει τη σημερινή εποχή. Διακατέχεται από γλαφυρότητα ενώ ασκεί κοινωνιοκριτική στη σαθρή πολιτική της ελληνικής επικράτειας που στο βωμό του χρήματος δεν διστάζει να αφαιρέσει τις ζωές ανυποψίαστων πολιτών. Μήπως μας θυμίζει κάτι αυτό;
Μήπως κάτι έχει να μας πει; Σαφώς τα μηνύματα είναι άπειρα κι έρχονται καταιγιστικά προς όλες τις κατευθύνσεις. Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα είναι απαγορευτική η ζωή.
Επιτρέπεται μονάχα η επιβίωση σαν αναγκαία συνθήκη, σαν δίαυλος μεταφοράς κι εξυπηρέτησης σκοτεινών σκοπών, θολών και απατηλών ως προς το περιεχόμενό τους.
Παράλληλα, στηλιτεύεται το πλέον νόμιμα θεσπισμένο εργασιακό μοντέλο που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε μεγαλύτερη φτωχοποίηση και πλήρη εξαθλίωση του πληθυσμού. Επί παραδείγματι, ο άνθρωπος απομακρύνεται από τα όνειρά του. Σαν αποτέλεσμα, αφού δεν καταστρώνει σχέδια για το μέλλον, είναι υποχρεωμένος να ζει την ημέρα της μαρμότας σε υποδιαίρεση: αν στο παρελθόν έκανε πλάνα μόνο για την επόμενη μέρα, τώρα ζει εξαντλούμενος στο κυνήγι του δευτερολέπτου αφού κατάντησε υπόδουλος των αριθμών. Ένα καλοκουρδισμένο γρανάζι του συστήματος. Χωρίς φωνή. Χωρίς υπόσταση.
Ένα ανδρείκελο- μηδενικό.
Η σκηνοθεσία της Περσεφόνης Παντοπούλου έχει σαν αφετηρία εστίασης την κατακραυγή αναφορικά με την έξαρση παραφοράς του ένδοξου παρελθόντος και την εμμονική προσκόλληση στα περασμένα μεγαλεία. Προσεγγίζει το έργο από ψυχαναλυτική σκοπιά εφ’ όσον οι μνήμες μας είναι τα βιώματά μας. Αυτά μας καθορίζουν, μας διαμορφώνουν κι εντέλει μας αλλάζουν. Παίρνει λοιπόν το μύθο της γοργόνας και από επινοημένη αφήγηση τον καθιστά ρέουσα θεατρική παράσταση που διαθέτει αρχή, μέση και τέλος. Κατασκευάζει ένα δραματοποιημένο μανιφέστο με σαφή τοποθέτηση που αφορά την παρρησία του λόγου. Διαχειρίζεται εύστοχα τον μπρεχτικό όρο περί ανάσυρσης του μύθου διότι εφ’ όσον πραγματοποιεί τη σύζευξη του μύθου- αφηγήματος στην καθ’ ημάς πραγματικότητα, εξάγει τα παρακάτω συμπεράσματα: α) ότι η προγονολατρεία δημιουργεί ανθρώπους με παρωπίδες και στενοκέφαλες απόψεις. β) ότι ο κόσμος εδώ και 3000 χρόνια παραμένει ίδιος και απαράλλαχτος(εκτός από την ενδυμασία και την τεχνολογία). γ) Πόσες ασχήμιες δύναται ν’αντέξει ο άνθρωπος; δ) Καλύτερα ένα όμορφο καλοστολισμένο ψέμα ή μια άβολη, λιτή κι απέριττη, αφτιασίδωτη Αλήθεια;
Έτσι λοιπόν ο μύθος δουλεύεται στο διηνεκές, όχι μόνο στο επίπεδο της συγγραφής του θεατρικού κειμένου αλλά κυρίως καθώς εξελίσσεται η σκηνοθεσία που εκτός των προαναφερθέντων δεν παρουσιάζεται ως οριστικός εκσυγχρονισμός του νοήματος αλλά ως επιλογή δραματουργική, του παιγνίου και άρα ερμηνευτική.
Η συνεργασία των Εύας Τρουπιώτη και Μυρτούς Μάστορη αναφορικά με το σκηνικό της παράστασης, αποδεικνύει ότι ακόμα και η πιο απλή έμπνευση μπορεί να μετουσιωθεί σε σκηνικό περιβάλλοντα χώρο που αντιπροσωπεύει το δραματικό τόπο-πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται η γοργόνα.
Η Γρηγορία Μεθενίτη χρησιμοποιεί τις γρήγορες κι απότομες εναλλαγές στις κινήσεις της ηρωίδας, αποτυπώνοντας εύγλωττα την αγωνία και την ανάγκη της από κάπου να γαντζωθεί, κάπου να πιαστεί.
Οι φωτισμοί των Δημήτρη Σαβουιδάκη και Λίας Μιχάλη ενισχύουν το φαινομενικά ονειρικό τοπίο του υγρού στοιχείου που έρχεται σε αντιπαραβολή με τον ταραγμένο νου της γυναικείας φύσης της ηρωίδας.
Η Μπέτυ Σαράντη χρησιμοποιεί τον εαυτό της επί σκηνής, ως καμβά, ως ερμηνευτικό εργαλείο μέσα από το οποίο ξεπηδούν όλοι οι χαρακτήρες εκτός της γοργόνας: πρόκειται για πρόσωπα που δεν βλέπουμε μα γνωρίζουμε ότι υπήρξαν για λίγο εφήμεροι συμπορευτές της. Λειτουργεί ως μη δραματοποιημένος αυτοδιηγητικός αφηγητής εφ’ όσον αφηγείται την ιστορία υπό τη σκοπιά του παρατηρητή. Δεν μετέχει στην αναπαράσταση των γεγονότων που σχετίζονται με τον αδερφό της, ωστόσο εμφανίζεται σαν απλός μάρτυρας, μη συνειδητοποιημένος. Ως μια φωνή που βαίνει ενάντια στη σιωπή και τολμά να ορθώσει το άφατο με θεμελιώδη αποδέκτη το κοινό που λαμβάνει άτυπα το ρόλο του ψυχοθεραπευτή που λειτουργεί σαν καταλυτική παρουσία: ακούει, δεν παρεμβαίνει, συμπάσχει. Σιωπηλά.
Ολοκληρώνοντας την πραγμάτευσή μου, θα ήθελα να προσθέσω ότι τα συστατικά επιτυχίας της παράστασης οφείλονται στο τρίπτυχο ίλιγγος- ταύτιση- κάθαρση. Μέσα από το συναισθηματικό χωνευτήρι, βιώνουμε ανάλαφρα τα δομικά στοιχεία μιας τραγωδίας όπου το έξυπνα στοχευμένο χιούμορ διαδέχεται τη λύπη και την ακηδία βοηθώντας μας να συνεκτιμήσουμε την κατάσταση και να πάμε παρακάτω όντας ρεαλιστές κι όχι όντας βυθισμένοι σε διαρκή λήθαργο.


Πρώτη Δημοσίευση Περιοδικό Fractal 221ο Τεύχος

 

"Το παιδί κουνέλιασε", η Αντωνία Θεοχαρίδου για το "μπαμπά σου λείπω;" στην Εφημερίδα των Συντακτών.

  Παναγιώτης Γκούβερης στο βιβλίο του με τίτλο «Μπαμπά σού λείπω; - Ιστορίες με αφορμή τη γονική αποξένωση» προσεγγίζει ένα κοινωνικό πρόβλη...