Η έννοια του Ανήκειν έχει παρερμηνευτεί ουκ ολίγες φορές διότι σαν άνθρωποι έχουμε την τάση να ελέγχουμε τα πάντα γύρω μας, νομίζοντας- εσφαλμένα- ότι δεν θα χάσουμε ανθρώπους από κοντά μας, ότι οι καταστάσεις δεν θ’ αλλάξουν και συνεπώς δεν θα μας ξεβολέψουν. Ήρθε λοιπόν η ώρα να πούμε ένα ηχηρό: «Καλώς όρισες!» σε όλα αυτά που θα έρθουν όχι επειδή θέλουν το κακό μας αλλά επειδή είναι σημαντικοί σταθμοί του επίγειου προορισμού μας. Υφίσταται λοιπόν ένας άγραφος κανόνας που διατυπώνει ότι η ενήλικη ζωή συνδέεται με την εξερεύνηση του μονοπατιού που είναι μοναδικό και τελείως διαφορετικό για τον καθένα ούτως ώστε να φτάσει στον Ανώτερο Αυθεντικό Εαυτό του, στην πραγμάτωσή του όχι σε υλικό αλλά σε πνευματικό επίπεδο.
Στην ελληνική λαογραφία η γοργόνα είναι θαλάσσιος δαίμονας, ένα πλάσμα που θα το χαρακτηρίζαμε με τον όρο υβρίδιο. Άνθρωπος από την κορυφή ως τη μέση και ψάρι από τη μέση έως την ουρά. Αυτός ο παράδοξος σχεδόν απόκοσμος δαίμονας αρπάζει από τα πλοία τους ναύτες και μετά τα βυθίζει, είναι υπεύθυνος για την πρόκληση θαλάσσιων ανεμοστρόβιλων. Ήταν αδερφή του Μέγα-Αλέξανδρου που ήπιε το αθάνατο νερό και εμφανίζεται σε ανθρώπους μεσάνυχτα Σαββάτου. Σύμφωνα με την ελληνική λαογραφία, οι γοργόνες ζουν στη Μαύρη Θάλασσα (Εύξεινος Πόντος) και συχνά κατεβαίνουν στο Αιγαίο. Όταν συναντήσει στο δρόμο της κάποιο πλοίο, το πιάνει από την πλώρη και ρωτάει: «Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;» Αν οι ναύτες απαντήσουν ότι ζει τους αφήνει να φύγουν τραγουδώντας με τη λύρα της. Αν όμως οι ναύτες απαντήσουν ότι ο βασιλιάς Αλέξανδρος πέθανε και δεν ζει πια, πετάει το καράβι ψηλά και πέφτοντας στο νερό βυθίζεται παίρνοντας μαζί του και τους ναύτες. Έπειτα, η γοργόνα το μετανιώνει για τις ζωές των ναυτών που αφαίρεσε, κλαίει και μοιρολογεί. Από τα κλάματα σηκώνεται τρικυμία και θύελλα μεγάλη που αφανίζει τα πάντα στο πέρασμά της.
Το κείμενο διά χειρός Παναγιώτη Γκούβερη αποτελείται από εφτά αυτοτελείς ιστορίες που ενισχύουν τον αρχικό μύθο της γοργόνας ενώ παρεισφρέουν γεγονότα και σημεία ορόσημα που έχουν σημαδέψει τη σημερινή εποχή. Διακατέχεται από γλαφυρότητα ενώ ασκεί κοινωνιοκριτική στη σαθρή πολιτική της ελληνικής επικράτειας που στο βωμό του χρήματος δεν διστάζει να αφαιρέσει τις ζωές ανυποψίαστων πολιτών. Μήπως μας θυμίζει κάτι αυτό;
Μήπως κάτι έχει να μας πει; Σαφώς τα μηνύματα είναι άπειρα κι έρχονται καταιγιστικά προς όλες τις κατευθύνσεις. Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα είναι απαγορευτική η ζωή.
Επιτρέπεται μονάχα η επιβίωση σαν αναγκαία συνθήκη, σαν δίαυλος μεταφοράς κι εξυπηρέτησης σκοτεινών σκοπών, θολών και απατηλών ως προς το περιεχόμενό τους.
Παράλληλα, στηλιτεύεται το πλέον νόμιμα θεσπισμένο εργασιακό μοντέλο που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε μεγαλύτερη φτωχοποίηση και πλήρη εξαθλίωση του πληθυσμού. Επί παραδείγματι, ο άνθρωπος απομακρύνεται από τα όνειρά του. Σαν αποτέλεσμα, αφού δεν καταστρώνει σχέδια για το μέλλον, είναι υποχρεωμένος να ζει την ημέρα της μαρμότας σε υποδιαίρεση: αν στο παρελθόν έκανε πλάνα μόνο για την επόμενη μέρα, τώρα ζει εξαντλούμενος στο κυνήγι του δευτερολέπτου αφού κατάντησε υπόδουλος των αριθμών. Ένα καλοκουρδισμένο γρανάζι του συστήματος. Χωρίς φωνή. Χωρίς υπόσταση.
Ένα ανδρείκελο- μηδενικό.
Η σκηνοθεσία της Περσεφόνης Παντοπούλου έχει σαν αφετηρία εστίασης την κατακραυγή αναφορικά με την έξαρση παραφοράς του ένδοξου παρελθόντος και την εμμονική προσκόλληση στα περασμένα μεγαλεία. Προσεγγίζει το έργο από ψυχαναλυτική σκοπιά εφ’ όσον οι μνήμες μας είναι τα βιώματά μας. Αυτά μας καθορίζουν, μας διαμορφώνουν κι εντέλει μας αλλάζουν. Παίρνει λοιπόν το μύθο της γοργόνας και από επινοημένη αφήγηση τον καθιστά ρέουσα θεατρική παράσταση που διαθέτει αρχή, μέση και τέλος. Κατασκευάζει ένα δραματοποιημένο μανιφέστο με σαφή τοποθέτηση που αφορά την παρρησία του λόγου. Διαχειρίζεται εύστοχα τον μπρεχτικό όρο περί ανάσυρσης του μύθου διότι εφ’ όσον πραγματοποιεί τη σύζευξη του μύθου- αφηγήματος στην καθ’ ημάς πραγματικότητα, εξάγει τα παρακάτω συμπεράσματα: α) ότι η προγονολατρεία δημιουργεί ανθρώπους με παρωπίδες και στενοκέφαλες απόψεις. β) ότι ο κόσμος εδώ και 3000 χρόνια παραμένει ίδιος και απαράλλαχτος(εκτός από την ενδυμασία και την τεχνολογία). γ) Πόσες ασχήμιες δύναται ν’αντέξει ο άνθρωπος; δ) Καλύτερα ένα όμορφο καλοστολισμένο ψέμα ή μια άβολη, λιτή κι απέριττη, αφτιασίδωτη Αλήθεια;
Έτσι λοιπόν ο μύθος δουλεύεται στο διηνεκές, όχι μόνο στο επίπεδο της συγγραφής του θεατρικού κειμένου αλλά κυρίως καθώς εξελίσσεται η σκηνοθεσία που εκτός των προαναφερθέντων δεν παρουσιάζεται ως οριστικός εκσυγχρονισμός του νοήματος αλλά ως επιλογή δραματουργική, του παιγνίου και άρα ερμηνευτική.
Η συνεργασία των Εύας Τρουπιώτη και Μυρτούς Μάστορη αναφορικά με το σκηνικό της παράστασης, αποδεικνύει ότι ακόμα και η πιο απλή έμπνευση μπορεί να μετουσιωθεί σε σκηνικό περιβάλλοντα χώρο που αντιπροσωπεύει το δραματικό τόπο-πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται η γοργόνα.
Η Γρηγορία Μεθενίτη χρησιμοποιεί τις γρήγορες κι απότομες εναλλαγές στις κινήσεις της ηρωίδας, αποτυπώνοντας εύγλωττα την αγωνία και την ανάγκη της από κάπου να γαντζωθεί, κάπου να πιαστεί.
Οι φωτισμοί των Δημήτρη Σαβουιδάκη και Λίας Μιχάλη ενισχύουν το φαινομενικά ονειρικό τοπίο του υγρού στοιχείου που έρχεται σε αντιπαραβολή με τον ταραγμένο νου της γυναικείας φύσης της ηρωίδας.
Η Μπέτυ Σαράντη χρησιμοποιεί τον εαυτό της επί σκηνής, ως καμβά, ως ερμηνευτικό εργαλείο μέσα από το οποίο ξεπηδούν όλοι οι χαρακτήρες εκτός της γοργόνας: πρόκειται για πρόσωπα που δεν βλέπουμε μα γνωρίζουμε ότι υπήρξαν για λίγο εφήμεροι συμπορευτές της. Λειτουργεί ως μη δραματοποιημένος αυτοδιηγητικός αφηγητής εφ’ όσον αφηγείται την ιστορία υπό τη σκοπιά του παρατηρητή. Δεν μετέχει στην αναπαράσταση των γεγονότων που σχετίζονται με τον αδερφό της, ωστόσο εμφανίζεται σαν απλός μάρτυρας, μη συνειδητοποιημένος. Ως μια φωνή που βαίνει ενάντια στη σιωπή και τολμά να ορθώσει το άφατο με θεμελιώδη αποδέκτη το κοινό που λαμβάνει άτυπα το ρόλο του ψυχοθεραπευτή που λειτουργεί σαν καταλυτική παρουσία: ακούει, δεν παρεμβαίνει, συμπάσχει. Σιωπηλά.
Ολοκληρώνοντας την πραγμάτευσή μου, θα ήθελα να προσθέσω ότι τα συστατικά επιτυχίας της παράστασης οφείλονται στο τρίπτυχο ίλιγγος- ταύτιση- κάθαρση. Μέσα από το συναισθηματικό χωνευτήρι, βιώνουμε ανάλαφρα τα δομικά στοιχεία μιας τραγωδίας όπου το έξυπνα στοχευμένο χιούμορ διαδέχεται τη λύπη και την ακηδία βοηθώντας μας να συνεκτιμήσουμε την κατάσταση και να πάμε παρακάτω όντας ρεαλιστές κι όχι όντας βυθισμένοι σε διαρκή λήθαργο.
Στην ελληνική λαογραφία η γοργόνα είναι θαλάσσιος δαίμονας, ένα πλάσμα που θα το χαρακτηρίζαμε με τον όρο υβρίδιο. Άνθρωπος από την κορυφή ως τη μέση και ψάρι από τη μέση έως την ουρά. Αυτός ο παράδοξος σχεδόν απόκοσμος δαίμονας αρπάζει από τα πλοία τους ναύτες και μετά τα βυθίζει, είναι υπεύθυνος για την πρόκληση θαλάσσιων ανεμοστρόβιλων. Ήταν αδερφή του Μέγα-Αλέξανδρου που ήπιε το αθάνατο νερό και εμφανίζεται σε ανθρώπους μεσάνυχτα Σαββάτου. Σύμφωνα με την ελληνική λαογραφία, οι γοργόνες ζουν στη Μαύρη Θάλασσα (Εύξεινος Πόντος) και συχνά κατεβαίνουν στο Αιγαίο. Όταν συναντήσει στο δρόμο της κάποιο πλοίο, το πιάνει από την πλώρη και ρωτάει: «Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;» Αν οι ναύτες απαντήσουν ότι ζει τους αφήνει να φύγουν τραγουδώντας με τη λύρα της. Αν όμως οι ναύτες απαντήσουν ότι ο βασιλιάς Αλέξανδρος πέθανε και δεν ζει πια, πετάει το καράβι ψηλά και πέφτοντας στο νερό βυθίζεται παίρνοντας μαζί του και τους ναύτες. Έπειτα, η γοργόνα το μετανιώνει για τις ζωές των ναυτών που αφαίρεσε, κλαίει και μοιρολογεί. Από τα κλάματα σηκώνεται τρικυμία και θύελλα μεγάλη που αφανίζει τα πάντα στο πέρασμά της.
Το κείμενο διά χειρός Παναγιώτη Γκούβερη αποτελείται από εφτά αυτοτελείς ιστορίες που ενισχύουν τον αρχικό μύθο της γοργόνας ενώ παρεισφρέουν γεγονότα και σημεία ορόσημα που έχουν σημαδέψει τη σημερινή εποχή. Διακατέχεται από γλαφυρότητα ενώ ασκεί κοινωνιοκριτική στη σαθρή πολιτική της ελληνικής επικράτειας που στο βωμό του χρήματος δεν διστάζει να αφαιρέσει τις ζωές ανυποψίαστων πολιτών. Μήπως μας θυμίζει κάτι αυτό;
Μήπως κάτι έχει να μας πει; Σαφώς τα μηνύματα είναι άπειρα κι έρχονται καταιγιστικά προς όλες τις κατευθύνσεις. Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα είναι απαγορευτική η ζωή.
Επιτρέπεται μονάχα η επιβίωση σαν αναγκαία συνθήκη, σαν δίαυλος μεταφοράς κι εξυπηρέτησης σκοτεινών σκοπών, θολών και απατηλών ως προς το περιεχόμενό τους.
Παράλληλα, στηλιτεύεται το πλέον νόμιμα θεσπισμένο εργασιακό μοντέλο που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε μεγαλύτερη φτωχοποίηση και πλήρη εξαθλίωση του πληθυσμού. Επί παραδείγματι, ο άνθρωπος απομακρύνεται από τα όνειρά του. Σαν αποτέλεσμα, αφού δεν καταστρώνει σχέδια για το μέλλον, είναι υποχρεωμένος να ζει την ημέρα της μαρμότας σε υποδιαίρεση: αν στο παρελθόν έκανε πλάνα μόνο για την επόμενη μέρα, τώρα ζει εξαντλούμενος στο κυνήγι του δευτερολέπτου αφού κατάντησε υπόδουλος των αριθμών. Ένα καλοκουρδισμένο γρανάζι του συστήματος. Χωρίς φωνή. Χωρίς υπόσταση.
Ένα ανδρείκελο- μηδενικό.
Η σκηνοθεσία της Περσεφόνης Παντοπούλου έχει σαν αφετηρία εστίασης την κατακραυγή αναφορικά με την έξαρση παραφοράς του ένδοξου παρελθόντος και την εμμονική προσκόλληση στα περασμένα μεγαλεία. Προσεγγίζει το έργο από ψυχαναλυτική σκοπιά εφ’ όσον οι μνήμες μας είναι τα βιώματά μας. Αυτά μας καθορίζουν, μας διαμορφώνουν κι εντέλει μας αλλάζουν. Παίρνει λοιπόν το μύθο της γοργόνας και από επινοημένη αφήγηση τον καθιστά ρέουσα θεατρική παράσταση που διαθέτει αρχή, μέση και τέλος. Κατασκευάζει ένα δραματοποιημένο μανιφέστο με σαφή τοποθέτηση που αφορά την παρρησία του λόγου. Διαχειρίζεται εύστοχα τον μπρεχτικό όρο περί ανάσυρσης του μύθου διότι εφ’ όσον πραγματοποιεί τη σύζευξη του μύθου- αφηγήματος στην καθ’ ημάς πραγματικότητα, εξάγει τα παρακάτω συμπεράσματα: α) ότι η προγονολατρεία δημιουργεί ανθρώπους με παρωπίδες και στενοκέφαλες απόψεις. β) ότι ο κόσμος εδώ και 3000 χρόνια παραμένει ίδιος και απαράλλαχτος(εκτός από την ενδυμασία και την τεχνολογία). γ) Πόσες ασχήμιες δύναται ν’αντέξει ο άνθρωπος; δ) Καλύτερα ένα όμορφο καλοστολισμένο ψέμα ή μια άβολη, λιτή κι απέριττη, αφτιασίδωτη Αλήθεια;
Έτσι λοιπόν ο μύθος δουλεύεται στο διηνεκές, όχι μόνο στο επίπεδο της συγγραφής του θεατρικού κειμένου αλλά κυρίως καθώς εξελίσσεται η σκηνοθεσία που εκτός των προαναφερθέντων δεν παρουσιάζεται ως οριστικός εκσυγχρονισμός του νοήματος αλλά ως επιλογή δραματουργική, του παιγνίου και άρα ερμηνευτική.
Η συνεργασία των Εύας Τρουπιώτη και Μυρτούς Μάστορη αναφορικά με το σκηνικό της παράστασης, αποδεικνύει ότι ακόμα και η πιο απλή έμπνευση μπορεί να μετουσιωθεί σε σκηνικό περιβάλλοντα χώρο που αντιπροσωπεύει το δραματικό τόπο-πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται η γοργόνα.
Η Γρηγορία Μεθενίτη χρησιμοποιεί τις γρήγορες κι απότομες εναλλαγές στις κινήσεις της ηρωίδας, αποτυπώνοντας εύγλωττα την αγωνία και την ανάγκη της από κάπου να γαντζωθεί, κάπου να πιαστεί.
Οι φωτισμοί των Δημήτρη Σαβουιδάκη και Λίας Μιχάλη ενισχύουν το φαινομενικά ονειρικό τοπίο του υγρού στοιχείου που έρχεται σε αντιπαραβολή με τον ταραγμένο νου της γυναικείας φύσης της ηρωίδας.
Η Μπέτυ Σαράντη χρησιμοποιεί τον εαυτό της επί σκηνής, ως καμβά, ως ερμηνευτικό εργαλείο μέσα από το οποίο ξεπηδούν όλοι οι χαρακτήρες εκτός της γοργόνας: πρόκειται για πρόσωπα που δεν βλέπουμε μα γνωρίζουμε ότι υπήρξαν για λίγο εφήμεροι συμπορευτές της. Λειτουργεί ως μη δραματοποιημένος αυτοδιηγητικός αφηγητής εφ’ όσον αφηγείται την ιστορία υπό τη σκοπιά του παρατηρητή. Δεν μετέχει στην αναπαράσταση των γεγονότων που σχετίζονται με τον αδερφό της, ωστόσο εμφανίζεται σαν απλός μάρτυρας, μη συνειδητοποιημένος. Ως μια φωνή που βαίνει ενάντια στη σιωπή και τολμά να ορθώσει το άφατο με θεμελιώδη αποδέκτη το κοινό που λαμβάνει άτυπα το ρόλο του ψυχοθεραπευτή που λειτουργεί σαν καταλυτική παρουσία: ακούει, δεν παρεμβαίνει, συμπάσχει. Σιωπηλά.
Ολοκληρώνοντας την πραγμάτευσή μου, θα ήθελα να προσθέσω ότι τα συστατικά επιτυχίας της παράστασης οφείλονται στο τρίπτυχο ίλιγγος- ταύτιση- κάθαρση. Μέσα από το συναισθηματικό χωνευτήρι, βιώνουμε ανάλαφρα τα δομικά στοιχεία μιας τραγωδίας όπου το έξυπνα στοχευμένο χιούμορ διαδέχεται τη λύπη και την ακηδία βοηθώντας μας να συνεκτιμήσουμε την κατάσταση και να πάμε παρακάτω όντας ρεαλιστές κι όχι όντας βυθισμένοι σε διαρκή λήθαργο.
Πρώτη Δημοσίευση Περιοδικό Fractal 221ο Τεύχος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου