Σάββατο 12 Ιουλίου 2025

Η Χρυσάνθη Ιακώβου για το "μπαμπά σου λείπω;"

 Η συλλογή διηγημάτων «Μπαμπά, σου λείπω;» είναι το τρίτο βιβλίο του Παναγιώτη Γκούβερη, το οποίο, παρόλο που είναι διαφορετικό απ’ ό,τι έχει γράψει ως τώρα, μοιάζει να ανακεφαλαιώνει, κατά κάποιον τρόπο, όλα τα προηγούμενα. Ο Γκούβερης είναι πρώτα απ’ όλα θεατρικός συγγραφέας – το λογοτεχνικό του ντεμπούτο ήταν το «Μην κλαις, ρε γοργόνα!» με θεατρικά κείμενα, κάποια από τα οποία έχουν ανεβεί και στη σκηνή. Στο δεύτερό του βιβλίο, το «Μινχάουζεν διά αντιπροσώπου», τον είδαμε περισσότερο με την επαγγελματική του ιδιότητα: ένα επιστημονικό, κατά βάση, βιβλίο, που ερευνά το σύνδρομο Μινχάουζεν διά αντιπροσώπου και περιέχει, μεταξύ άλλων, πραγματικά περιστατικά διαζευγμένων γονιών κατά τα οποία η υγεία του παιδιού γίνεται αντικείμενο φιλονικίας μεταξύ της μητέρας και του πατέρα. Είναι μέσα στα ερευνητικά και επαγγελματικά ενδιαφέροντα του Γκούβερη η μελέτη περιπτώσεων κακοποίησης ανηλίκων.

Το «Μπαμπά, σου λείπω;» λοιπόν φαίνεται να συνενώνει τις επαγγελματικές και λογοτεχνικές ιδιότητες του Γκούβερη. Όπως λέει και ο υπότιτλος, έχουμε να κάνουμε με ιστορίες που αφορούν περιπτώσεις διαζυγίου, το οποίο διαζύγιο φέρνει πολλές φορές τη γονική αποξένωση και βλάπτει το παιδί, όταν οι γονείς δεν μπορούν να διαχειριστούν σωστά τον χωρισμό. Πρόκειται για μικρές ιστορίες, διηγήματα θα μπορούσαμε να πούμε, ή, αν θέλετε, σύντομες θεατρικές πράξεις, γιατί τα περισσότερα κείμενα είναι διάλογοι ή μονόλογοι, θα μπορούσαμε να τα δούμε και στο θέατρο, γιατί στο κάτω κάτω ο Γκούβερης παραμένει ένας θεατρικός συγγραφέας και όσα γράφει έχουν πάντα μια ζωντάνια, μια καθαρότητα, μια θεατρικότητα.

Ο Γκούβερης ως συγγραφέας χαρακτηρίζεται από μια ηρεμία. Ο τρόπος που αφηγείται –είτε πρόκειται για κάτι ευχάριστο είτε για κάτι δυσάρεστο– έχει μια ειλικρίνεια, μια σταθερότητα, μια αμεσότητα, είναι αφοπλιστικός. Αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό του είναι που μαγνητίζει τον αναγνώστη και που τον κερδίζει, προτού προλάβει να φέρει άμυνες, προτού προλάβει να αμφισβητήσει αυτά που διαβάζει. Τα κείμενα του Γκούβερη σε κρατούν από την αρχή, βυθίζεσαι μέσα τους, κι έπειτα σε οδηγούν έξω, αφότου σε έχουν συνταράξει.

Αυτό συμβαίνει σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό στο συγκεκριμένο βιβλίο, που από τη φύση του προκαλεί τον αναγνώστη τόσο λογοτεχνικά όσο και συναισθηματικά: οι ιστορίες αφορούν άσχημα διαζύγια και στα περισσότερα κείμενα ο συγγραφέας παρουσιάζει την κατάσταση μέσα από τα μάτια και τα λόγια του παιδιού.

Στο βιβλίο τονίζεται ιδιαίτερα –όπως δηλώνει εξάλλου και ο τίτλος– η σχέση μεταξύ παιδιού και πατέρα, εφόσον, ως γνωστόν, τα παιδιά πάνε συνήθως με τις μητέρες μετά το διαζύγιο, οπότε πολλές φορές έρχεται απόσταση με τον πατέρα. Κι αυτό είναι ένα στοιχείο που καθορίζει το βιβλίο και φωτίζει κοινωνικά, αν θέλετε, το θέμα του διαζυγίου από μια σκοπιά που δεν έχουμε συνηθίσει και μας βάζει σε πολλές σκέψεις ή ανοίγει πολλές συζητήσεις.

Αυτό που μας κεντρίζει συναισθηματικά στο συγκεκριμένο βιβλίο είναι ότι σε πολλές από τις ιστορίες τα παιδιά δεν βλάπτονται από το διαζύγιο αυτό καθεαυτό, αλλά από τους ίδιους τους γονείς. Τα παιδιά δεν είναι δηλαδή τραυματισμένα απλώς επειδή οι γονείς χώρισαν, αλλά επειδή οι μητέρες και οι πατέρες βγάζουν έναν θυμό μεταξύ τους, μια μικροπρέπεια, ο κάθε γονιός στέκεται εμπόδιο στη σχέση του παιδιού με τον άλλον γονιό. Κοινώς, δεν μπορούν να αφήσουν τις διαφορές τους στην άκρη για το καλό του παιδιού.

Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τον νόμο. Σε πολλά σημεία του βιβλίου διαβάζουμε για δικαστήρια, δικαστές, δικηγόρους, δικαστικές αποφάσεις, όλα αυτά περιορίζουν ασφυκτικά τη σχέση του παιδιού με τον έναν γονιό, τον γονιό-«θύμα» δηλαδή, που αναγκάζεται να βλέπει το παιδί του πολύ συγκεκριμένες μέρες και ώρες.

Όλα αυτά είναι γνωστά στους ενήλικες, αλλά βλέποντάς τα εδώ μέσα από τα μάτια ενός παιδιού αντιλαμβάνεται κανείς τον παραλογισμό που συχνά συνοδεύει έναν χωρισμό. Το βιβλίο του Παναγιώτη Γκούβερη είναι μια μετωπική σύγκρουση ενός κακού διαζυγίου με την αγάπη. Όλα αυτά έχουν λογοτεχνικά πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και ο συγγραφέας δημιουργεί τρομερές ιστορίες που ο αναγνώστης θα τις θυμάται για πολύ καιρό αφότου τις διαβάσει, αλλά παράλληλα το βιβλίο αποτελεί ολόκληρο ένα τεράστιο κοινωνικό σχόλιο, για τις συμπεριφορές των γονιών και για το νομοθετικό σύστημα.

Ο κόσμος του «Μπαμπά, σου λείπω;» είναι ο μικρόκοσμος ενός παιδιού γεμάτος μοναξιά, φόβο, ανασφάλεια, αδικία, παράπονο και μια μεγάλη αγάπη που τεμαχίστηκε ή λειτουργεί με συγκεκριμένα ωράρια. Ο Γκούβερης είναι ιδιαίτερα προκλητικός, όχι μόνο γιατί μιλά για το διαζύγιο δίνοντας φωνή στο παιδί, αλλά γιατί προχωρά σε τολμηρές επιλογές, όπως το να παρουσιάσει τον πατέρα ως θύμα και όχι ως θύτη, να θίξει τον παραλογισμό της νομοθεσίας, να δείξει τους γονείς ως ανθρώπους που βάζουν τον εγωισμό τους πιο πάνω από το παιδί τους.

Το «Μπαμπά, σου λείπω;» ασχολείται με το θέμα του διαζυγίου από μία εντελώς άλλη οπτική, αποτελεί μια κατάθεση στο ζήτημα αυτό και μια πραγματική αφορμή για προβληματισμό και διάλογο. Έχει να προσφέρει κάτι και λογοτεχνικά και κοινωνικά και σε τελική ανάλυση είναι ένα βιβλίο που έπρεπε να γραφτεί και καλώς γράφτηκε με τον τρόπο που γράφτηκε, δηλαδή με νηφαλιότητα, με ρεαλισμό, με μαύρο χιούμορ σε κάποια σημεία και με μια πολύ εύθραυστη τρυφερότητα. Ένα τέτοιο βιβλίο, που να συνενώνει όλα αυτά τα στοιχεία με αυτόν τον τρόπο, βρήκε την καλύτερη έκφρασή του από την ιδιαίτερη λογοτεχνική φωνή του Παναγιώτη Γκούβερη.


Πρώτη Δημοσίευση Περιοδικό Περι Ου

O πατέρας ως αποξενωμένος ήρωας και η μητέρα ως εχθρός: ανδρικές αφηγήσεις, γυναικείες σιωπές και μια κριτική αόρατη (Ο Δήμος Χλωπτσιούδης για το "Μπαμπά σου λείπω;" )

 Ένα ζήτημα που έχουμε πολλές φορές καταγράψει πρόβλημα είναι η αδυναμία της ελληνόφωνης κριτικής να δει πίσω από τις λέξεις και να ορίσουμε έναν νέο ποιητικό λόγο που θα εξετάζει το έργο ως κατάθεση ιδεών στη δημόσια σφαίρα. Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι η περίπτωση του νέου βιβλίου του Παναγιώτη Γκούβερη, Μπαμπά σου λείπω; με τον υπότιτλο Ιστορίες με αφορμή τη γονική αποξένωση (Θίνες, 2025), που πραγματεύεται όχι το ζήτημα των διαζυγίων, όπως είδε η κριτική, αλλά της απόδοσης επιμέλειας των ανηλίκων στις μητέρες. Ήδη από τον τίτλο του βιβλίου ο αναγνώστης και η αναγνώστρια λίγο πολύ αντιλαμβάνονται το περιεχόμενο.

Αν και το βιβλίο αξιοποιεί με πραγματικά ευφάνταστο λόγο την οπτική των παιδιών, δεν ξεφεύγει από την αρσενική μονομερή οπτική. Η αριστοτεχνική γραφή του Γκούβερη, που παρακολουθούμε από χρόνια, φέρνει στην επιφάνεια την παιδική εμπειρία από άσχημα διαζύγια (και μόνο). Ωστόσο, μας υποχρεώνει να θέσουμε μια σειρά προβληματισμών για τον αρσενικό λόγο κυριαρχίας που στρέφεται και κατά του διαζυγίου (βλ. σελ. 89), ως οντολογική κοινωνική συνθήκη, και κατά των γυναικών που ανέλαβαν την επιμέλεια των τέκνων.

Πραγματικοί ήρωες στις ιστορίες του Γκούβερη δεν είναι όμως τα παιδιά, ακόμα και αν εκτίθεται επιφανειακά η δική τους πρωτοπρόσωπη αφήγηση και οπτική εσωτερικής εστίασης, αλλά οι πατέρες που βασανίζονται (βλ. σελ. 73, 83, 86) και πέφτουν θύματα δικαστών και μητέρων, σε ένα δυστοπικό για αυτούς περιβάλλον. Μα έτσι, στα διηγήματα επισημοποιείται η αρσενική μυθολογία περί ‘θυματοποίησης των ανδρών’ (sic). Μάλιστα καθώς τα πρώτα μικροδιηγήματα ορίζουν με σαφήνεια το φύλο του παιδιού (κορίτσι), υποχρεώνουν την αναγνωστική πρόσληψη να εξετάσει το παιδί μόνο ως θηλυκό, αποσιωπώντας τα αγόρια σε διαζευγμένες οικογένειες.

Σε όλο το έργο οι πατέρες είναι τα θύματα εύκολων δικαστικών αποφάσεων (βλ. σελ. 57). Δεν είδαμε όμως καμία αναφορά στα αίτια των διαζυγίων, κάτι που ουσιαστικά στρέφει τα βέλη κατά του θεσμού του διαζυγίου και δεν εξετάζει δυσαρμονίες ή κακοποιητικές συμπεριφορές εντός της οικογένειας. Φαίνεται σαν να ήταν όλα υπέροχα και το διαζύγιο να ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία. Μάλιστα πουθενά δεν γίνεται λόγος για διαζύγια κοινή συναινέσει. Αντίθετα, ευθύνες επιρρίπτονται μόνο στις μητέρες μετά το διαζύγιο. Την ίδια στιγμή, σε όλα τα διηγήματα οι πατέρες εμφανίζονται μόνοι. Μόνο ένας πατέρας ξαναπαντρεύτηκε στα μικροδιηγήματα, ενώ οι μητέρες ξαναφτιάχνουν τη ζωή τους (βλ. σελ. 39), έχουν παρέες, συντρόφους κλπ.

Οι γυναίκες εμφανίζονται ως υπεύθυνες για την αποξένωση του γονέα του πατέρα από το παιδί (βλ. σελ. 24, 37, 40, 52). Κρύβουν το παιδί για να μη τον συναντήσει (βλ. σελ. 53, 37) και “βάζουν λόγια” στο κορίτσι κατηγορώντας τον. Χαρακτηριστική είναι η έμφαση που δίνεται στην εκμετάλλευση των παιδιών για τη διατροφή (βλ. σελ. 42), καταγράφοντας περιστατικά με παζάρια κι αξιοποιώντας τα παιδιά ως μέσο εκβιασμού (βλ. σελ. 51, 46) και την πιθανή εμπλοκή της αστυνομίας ή των δικαστικών αρχών, όταν η διατροφή είναι λίγο μικρότερη (βλ. σελ. 50, 86). Πουθενά όμως δεν γίνεται λόγος ότι η διατροφή αφορά το παιδί και δεν δίνεται υποχρεωτικά από τον πατέρα. Στα μικροδιηγήματα, συχνά η διατροφή παρουσιάζεται στην αναγνωστική πρόσληψη ως μέσο βιοπορισμού των πρώην συζύγων (πρβλ. το κυβερνητικό δόγμα περί επιδομάτων που δίνονται σε τεμπέληδες από το κράτος).

Ενίοτε η μάνα είναι προκλητική και γυμνή (βλ. σελ. 67). Μάλιστα η σεξουαλική ζωή της γυναίκας μπαίνει έμμεσα στο επίκεντρο του πεζογραφικού φακού, καθώς κρίνεται κατακριτέο καθώς κατακρίνεται ότι έχει ερωτικές εμπειρίες προ γάμου (βλ. σελ. 71), αν και κάτι τέτοιο φαίνεται ότι δεν αφορά τον άνδρα. Στην πραγματικότητα, οι μάνες στα μικροδιηγήματα της συλλογής, όταν δεν θέλουν το κακό των παιδιών τους για να απελευθερωθούν (βλ. σελ. 79), τα χρησιμοποιούν για να εκδικηθούν τον πατέρα και μόνο. Ωστόσο, σε κανένα κείμενο δεν εντοπίσαμε πατέρα που να κακοποιεί το παιδί του. Βέβαια, ούτε μοιχεία είδαμε ως αιτία διαζυγίου ούτε εγκατάλειψη οικογενειακής εστίας.

Επιλογικά, η περίπτωση του Μπαμπά, σου λείπω; έρχεται να φωτίσει με τον πιο εύγλωττο τρόπο την αδυναμία της σύγχρονης κριτικής να παρέμβει ουσιαστικά στο λογοτεχνικό πεδίο. Η απουσία κριτικής ανάγνωσης που να υπερβαίνει τη θεματολογία και να διεισδύει στους ιδεολογικούς μηχανισμούς της αφήγησης επιτρέπει την εμπέδωση ενός κυρίαρχου αρσενικού λόγου, που όχι μόνο δεν αμφισβητείται, αλλά επιβραβεύεται ως αυθεντική “φωνή των παιδιών”. Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για μια αφήγηση που −πίσω από την προσχηματική παιδική εστίαση− αρθρώνει μεθοδικά έναν λόγο κατά των γυναικών και του ίδιου του θεσμού του διαζυγίου. Η κριτική σιωπή απέναντι σε αυτή τη στοχευμένη αφήγηση συνιστά συνενοχή. Όταν η γραφή του πατέρα παρουσιάζεται ως η μόνη έγκυρη φωνή για την παιδική αποξένωση, ενώ οι γυναίκες αποκλειστικά ενοχοποιούνται και στιγματίζονται –ως σεξουαλικά ενεργές, ως χειριστικές μητέρες, ως φορείς της αποξένωσης– τότε η λογοτεχνία παύει να είναι πεδίο αναστοχασμού και μετατρέπεται σε όχημα αναπαραγωγής πατριαρχικών στερεοτύπων. Η απουσία κάθε αναφοράς σε κακοποιητικές συμπεριφορές, σε συναινετικά διαζύγια ή σε πατρικές ευθύνες συγκροτεί μια μονοδιάστατη πραγματικότητα, όπου οι άνδρες εμφανίζονται αποκλειστικά ως θύματα και οι γυναίκες ως θύτες.

Αυτό που προκύπτει τελικά δεν είναι μόνο μια μονόπλευρη αφήγηση, αλλά η επίσημη ενσωμάτωση της ρητορικής των “πατεράδων που αδικήθηκαν” στον λογοτεχνικό κόσμο. Και όσο η κριτική αδυνατεί –ή αρνείται– να αναδείξει τα ιδεολογικά προτάγματα πίσω από τέτοιες αφηγήσεις, τόσο ενισχύεται η κανονικοποίηση ενός λόγου που εργαλειοποιεί τη λογοτεχνία για να επιτεθεί στην αυτονομία των γυναικών και στο δικαίωμά τους να καθορίζουν τη ζωή τους μετά το διαζύγιο. Η κριτική οφείλει να αρθρώνει αντίλογο. Διαφορετικά, απλώς επικυρώνει την επίσημη είσοδο της έμφυλης εχθροπάθειας στο λογοτεχνικό corpus.


Πρώτη Δημοσίευση Περιοδικό Fractal

 

Τρίτη 17 Ιουνίου 2025

"Το παιδί κουνέλιασε", η Αντωνία Θεοχαρίδου για το "μπαμπά σου λείπω;" στην Εφημερίδα των Συντακτών.

 Παναγιώτης Γκούβερης στο βιβλίο του με τίτλο «Μπαμπά σού λείπω; - Ιστορίες με αφορμή τη γονική αποξένωση» προσεγγίζει ένα κοινωνικό πρόβλημα που γίνεται εντονότερο μέρα με τη μέρα, αυτό των διαλυμένων οικογενειών. Στο βιβλίο συνενώνονται υπερρεαλιστικά, θεατρικά και ρεαλιστικά στοιχεία, ενώ προβάλλονται συλλογικές παθογένειες και στερεοτυπικές θέσεις. Ο συγγραφέας, εστιάζοντας, κυρίως, σε παιδικά βιώματα και οικογενειακά δράματα, ανασύρει το πέπλο της ιδεατής εικόνας με την οποία εντέχνως περιβάλλονται αυτά από την ίδια την οικογένεια και τα προβάλλει σε κοινή θέα. Οχι για να καταγγείλει, απλά για να προβληματίσει τον αναγνώστη.

Τα τριάντα επτά πρώτα κείμενα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν θραύσματα, σπαράγματα μιας παιδικής ψυχής που υποφέρει, διότι δεν αναγνωρίζει τα γνωστά ερείσματά της και αδυνατεί να ερμηνεύσει τον κόσμο όπως τον ερμήνευε μέχρι τη στιγμή της μεγάλης ανατροπής.

Κεντρικός ήρωας της συλλογής είναι το παιδί, το ανώνυμο παιδί της κάθε εποχής και του κάθε τόπου. Το παιδί που αρνείται να καταλάβει γιατί του αφαιρέθηκε το δικαίωμα να βλέπει τους γονείς του, το παιδί που έχασε την παιδικότητά του από τα δυο του χρόνια. Γύρω του, περιστρέφονται σε διαφορετικές τροχιές, η μάνα, ο πατέρας, ο κύριος δικαστής, διαταράσσοντας την αρμονική συναισθηματική εξέλιξή του. Λόγω ειδικών συνθηκών, θα σου πουν αν τους ρωτήσεις. Λόγω νομοθεσίας.


Οι ήρωες του Γκούβερη δεν τοποθετούνται σε περιβάλλοντα ακραίων συγκρούσεων, σε κακοποιητικά και παραβατικά περιβάλλοντα. Κάθε άλλο. Πρόκειται για οικογένειες της διπλανής πόρτας, για γονείς καθωσπρέπει, που όμως μεταμορφώνονται λόγω συνθηκών. Αυτή τη μεταμόρφωση το παιδί επιχειρεί να την κατανοήσει επινοώντας φανταστικά σενάρια στα οποία ο αποδομημένος κόσμος του νοηματοδοτείται εκ νέου.

Ο φακός του σκηνοθέτη- συγγραφέα στρέφεται προς το εσωτερικό των χαρακτήρων και εστιάζει στα αντιφατικά συναισθήματα, τα ανομολόγητα, και η πένα του επιλέγει να τα σκιαγραφήσει με ελλειπτικές προτάσεις, σιωπές, μαύρο χιούμορ. Πλάνα κοντινά που εστιάζουν σε κινήσεις και εκφράσεις. Ο Γκούβερης παρατηρεί και καταγράφει συναισθήματα και συμπεριφορές. Ερευνά, μελετά, συμπάσχει. Δημιουργεί δυνατές εικόνες και μας τις μεταφέρει μέσα από τις λέξεις, με σκοπό να μας συγκινήσει, να μας σοκάρει. Και το πετυχαίνει, γιατί ξέρει να επιλέγει τις λέξεις. Λέξεις μαχαίρια που κόβουν το σώμα της οικογένειας και το μοιράζουν στα δυο… στην τύχη… όπως βολεύει… χωρίς πολλά πολλά. Χωρίς φλυαρίες.

Στα κείμενα, ο χώρος εμφανίζεται απρόσωπος, αόριστος, όπως και ο χρόνος. Το σπίτι δεν είναι πια το προστατευτικό κουκούλι όπου τα μέλη της οικογένειας νιώθουν ασφάλεια και αγάπη. Είναι μια κρυψώνα, ένας χώρος απομόνωσης, όπου υπάρχει πάντα ο φόβος της παραβίασης.

Τα αντικείμενα-σύμβολα της παιδικής ηλικίας: η τσάντα, η τούρτα, το κουνελάκι, χρησιμοποιούνται ως στοιχεία προσδιορισμού του χρονικού πλαισίου των ιστοριών. Η ζωή του παιδιού είναι οργανωμένη βάσει του ημερολογίου, της συμφωνίας, της δικαστικής απόφασης. Παιδί-βαλίτσα, παιδί-μπαλάκι, παιδί-αντικείμενο, παιδί-μέσον διαπραγμάτευσης, παιδί-μέσον πίεσης. Ολα γίνονται με πρόσχημα το καλό του παιδιού.

Στο σύμπαν που δημιουργεί ο συγγραφέας περιλαμβάνονται σημαντικές φιγούρες του κόσμου της φαντασίας, που όμως εμφανίζονται για να αποδομηθούν, όπως συμβαίνει με τον Αγιο Βασίλη, ο οποίος, από πρότυπο προσφοράς και αγάπης, μεταμορφώνεται σε ακόμα έναν ανεύθυνο και αδιάφορο χαρακτήρα. Ο συγγραφέας δίχως άλλο γνωρίζει πολύ καλά την παιδική ψυχή και την προσπάθειά της για αυτοΐαση.

Σε κάποια από τα κείμενά του ο συγγραφέας χρησιμοποιεί μια ιδιότυπη γλώσσα, μια «ψευδοκαθαρεύουσα», όπως ο ίδιος την αποκαλεί. Ο εκφραστικός αυτός τρόπος λειτουργεί απελευθερωτικά για τον ίδιο και ενισχύει την έννοια της διαχρονικότητας του θέματος. Οι γραμματικοί και οι συντακτικοί κανόνες παραβιάζονται. Οι προτάσεις γίνονται αποσπασματικές και ελλειπτικές. Οι τολμηρές μεταφορές, οι απροσδόκητοι και ετερόκλητοι συνδυασμοί λέξεων κυριαρχούν. Νέες λέξεις εμφανίζονται για να δηλώσουν εμφατικά τα συναισθήματα του παιδιού: «δεξιόθρηνος, ζερβόθρηνος, το παιδί κουνέλιασε, κάλτσια ένδυση. Η γλώσσα γίνεται συμβολική, ελλειπτική, υπαινικτική. Ενισχύει το τραγικό ύφος των κείμενων και βοηθάει τον συγγραφέα να πάρει απόσταση από τα γραφόμενα. Οι επινοημένοι διάλογοι του βιβλίου δεν ακολουθούν τη συνήθη λογική, έντεχνα και ευφυώς, μέσα από ελιγμούς και δαιδάλους, εκμαιεύουν την απάντηση-φάρμακο για το παιδί. Συχνά ο συγγραφέας χρησιμοποιεί το πικρό χιούμορ για να καυτηριάσει τις επιλογές των ενηλίκων.

Το βιβλίο αυτό είναι ένα από αυτά που ρίχνουν το μπαλάκι για να ξεκινήσει μια μεγάλη συζήτηση με σκοπό τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής μας.

Αυτό είναι το ταλέντο του Παναγιώτη… Ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο έχει επιλέξει να μας μιλά για τα δύσκολα και καθημερινά, για όλα αυτά στα οποία θα προτιμούσαμε να ρίχναμε μόνο μια κλεφτή ματιά… γιατί πληγώνουν και πληγώνουν, γιατί είναι αληθινά.

*Εκπαιδευτικός, συγγραφέας, εμψυχώτρια Δημιουργικής Γραφής


Εφημερίδα των Συντακτών, 14.6.2025

Κυριακή 1 Ιουνίου 2025

Η βιβλιοκριτικός Μαρία Λιάκου για το "μπαμπά σου λείπω;"

 Ο Παναγιώτης Γκούβαρης με το νέο του βιβλίο έρχεται να μας αφηγηθεί «μικρές ιστορίες συναισθηματικών τραυμάτων». Με μια εικαστική προσέγγιση κειμένου «δίδει φωνή» στα παιδιά με υλικό τα μικρά γράμματα, τις σημειώσεις, τις μικρές αφηγήσεις των παιδιών και συνθέτει ένα ενδιαφέρον κείμενο ανάγνωσης. Θα έλεγα ότι μας «κρούει τον κώδωνα», μας συγκινεί και μας προβληματίζει για ένα δύσκολο ζήτημα, αυτό της ζωής των παιδιών μετά το διαζύγιο των γονέων.

Με την θεματική αυτή επιχειρεί να μετασχηματίσει το αναδυόμενο αυτό πρόβλημα και τις εκδοχές του σε ένα σύνθετο κείμενο που παρουσιάζει τις συμπλέξεις του, θέτοντας καίρια ερωτήματα:

-Πώς μπορούμε να προχωρήσουμε παρακάτω όταν ένας κύκλος ζωής κλείνει ή διακόπτεται –από επιλογή;

-Πώς βλέπουμε (αν το βλέπουμε) το συναισθηματικό αποτύπωμα του διαζυγίου στα παιδιά και πώς το διαχειριζόμαστε;

-Πώς αυτές οι εύθραυστες ιστορίες βιώματος και συναισθημάτων των παιδιών αποτελούν «το δικό τους σπίτι»;

Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε ενότητες που έχουν τους κάτωθι τίτλους: Μόνη μου- Με τον μπαμπά – Με τη μαμά- Και με τους δυο – Με τον κύριο δικαστή – Όλοι μαζί!

Μέσα από σύντομες ιστορίες με την γλώσσα των παιδιών, μας αποδίδει την προσωπική πρόσληψη και τον πόνο των παιδιών από το διαζύγιο. Την αποτύπωση της απώλειας που βιώνουν μέσα στην νέα συνθήκη ζωής τους. Βρίσκονται σε άγνωστα νερά και ζουν μια ζωή που έχει ανατρέψει την μέχρι τώρα καθημερινότητά τους. Η συναισθηματική παλίρροια τα παρασέρνει και καλούνται να ισορροπήσουν σε μια άγνωστη ροή με συναισθηματική απορύθμιση. Έχουν να αντιμετωπίσουν τις συγκρούσεις μεταξύ των γονιών και την έλλειψη επικοινωνίας. Τον συναισθηματικό τεμαχισμό τους ως προς την αγάπη που νιώθουν προς τους δυο γονείς.

Και όπως αναφέρει στο βιβλίο της «Πώς να διαβάζουμε Λογοτεχνία» η Terry Eagleton, εκδόσεις πεδίο (2023) σελ. 118 «Η λογοτεχνία θεωρείται μερικές φορές ένας τρόπος εμπειρίας «δι’ αντιπροσώπου». Αυτό ο συγγραφέας εδώ μας το αποδίδει με επιτυχία.

Είναι γεγονός ότι ακόμα και στις μέρες μας η οικογένεια παραμένει ένας θεσμός προστασίας και ασφάλειας. Μπορεί τα οικογενειακά σχήματα- μορφές να μεταβάλλονται και να μιλούμε για «κρίση» της οικογένειας, δεν παύει όμως να υφίσταται και να παίζει καθοριστικό ρόλο. Ναι, η αποξένωση των μελών συχνά είναι ορατή. Τα διαζύγια αυξάνονται με ταχύτατους ρυθμούς και τα παιδιά συχνά γίνονται θύματα.

Ένας γάμος τερματίζεται με το διαζύγιο, όχι όμως και η οικογένεια που δημιουργήθηκε. Τα παιδιά πάντα θα χρειάζονται και τους δύο γονείς να τα αγαπούν και να νοιάζονται και εδώ ο συγγραφέας μας το αναφέρει συχνά. Έχουν ανάγκη από γονείς ικανούς να επικοινωνούν και να συνεργαστούν μεταξύ τους για να τα μεγαλώσουν. Να δημιουργήσουν και μετά το διαζύγιο συνθήκες συνέχειας και καλής επικοινωνίας που συχνά δεν υπάρχουν.

Εξίμισι ακριβώς!

-Να φέρεις τη μικρή εξίμισι ακριβώς, ό,τι λέει η απόφαση!

-Αν αργήσω;

-Θα πάω στο τμήμα.

-Αν αργήσω πέντε λεπτά μόνο;

-Ούτε λεπτό, θα πάω στο τμήμα.

-Καλά, τότε θα στη φέρω επτά παρά είκοσι στο τμήμα. (σελ.50)

 

Ένα διαζύγιο θα επηρεάσει τα παιδιά και η καλή επικοινωνία των γονιών θα τα προστατέψει από εντάσεις και διαφωνίες και θα δημιουργήσει ένα ασφαλές περιβάλλον που το έχουν ανάγκη για να μεγαλώσουν, μας τονίζουν οι ειδικοί. Ζητήματα χρημάτων διαβίωσης αλλά και διακοπών απαιτούν προσοχή και υπέρβαση από προσωπικούς εγωισμούς των γονιών για την ψυχική αρμονία του παιδιού ή των παιδιών.

Ο συγγραφέας εδώ με έναν προβολέα «ρίχνει» το φως του και φωτίζει καίρια σημεία:

Η απουσία του ενός γονέα δεν μπορεί να γίνει κατανοητή από το παιδί και την βιώνει ως μια ανυπόφορη συνθήκη. Οι δικαστικές αποφάσεις που ορίζουν ωράρια και ημέρες επικοινωνίας είναι ένα σοβαρό ζήτημα και μια νέα συνθήκη προσαρμογής ζωής (για το παιδί). Η διαμονή πότε στο σπίτι του ενός γονέα και πότε στο άλλο δυσκολεύει την γαλήνη και την ξεγνοιασιά του.

Οι γονείς είναι σημαντικό να εξετάσουν τον τρόπο, στο πώς θα μιλήσουν για την απόφαση τους να χωρίσουν ως ζευγάρι αλλά όχι ως γονείς. Να ενθαρρύνουν τα παιδιά να εκφράσουν τα συναισθήματα τους ( θυμός- φόβος- θλίψη- αγωνία…) Όταν εξωτερικεύονται οι αντιδράσεις και τα συναισθήματα είναι ωφέλιμες και δίδεται η δυνατότητα της συναισθηματικής έκφρασης που είναι σημαντική για την μετέπειτα ζωή τους. Όσο δύσκολες και αν είναι οι συνθήκες ενός διαζυγίου οι γονείς δεν χρειάζεται να αποσιωπούν τα δικά τους συναισθήματα αλλά να μην «χρησιμοποιούν» τα παιδιά ούτε να αποζητούν παρηγοριά σε αυτά γιατί δημιουργούν σύγχυση καταστάσεων και ρόλων. Δεν χρειάζεται να τα δωροδοκούν από δική τους αμηχανία ή τύψεις με χρήματα, κινητά τηλέφωνα και άλλα είδη. Τα παιδιά χρειάζονται να αισθάνονται την αγάπη, την αγκαλά, το φιλί του γονιού και την κάλυψη βασικών ανθρώπινων αναγκών τους.

Ο συγγραφέας με το βιβλίο του -χωρίς διδακτισμό – αναδεικνύει την ευθύνη των γονιών απέναντι στα παιδιά μετά από ένα διαζύγιο, την αναγκαιότητα μιας καλής επικοινωνιακής σχέσης, την σημασία της μητρότητας και της πατρότητας.

Το βιβλίο θυμίζει θεατρική γραφή και ως προς την δομή του αλλάζει προς το τέλος (ως προς την έκταση των κειμένων) και συνθέτει ένα ενδιαφέρον σύνολο σύγχρονης λογοτεχνικής αποτύπωσης που μιλάει για ένα σύγχρονο κοινωνικό θέμα. Ένα βιβλίο είναι σίγουρα χρήσιμο για γονείς, ειδικούς επαγγελματίες και αναγνώστες.


Fractal Μάιος 2025

Παρασκευή 16 Μαΐου 2025

Ο αντίκτυπος των διαζυγίων στα παιδιά (Γράφει η Λίλια Τσούβα ) - κριτική για το "μπαμπά σου λείπω;"

 «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι γύρω από την οικογένεια και το σπίτι δημιουργούνται, δυναμώνουν και συντηρούνται οι μεγαλύτερες αρετές της ανθρώπινης κοινωνίας» διακήρυξε κάποτε ο Άγγλος πολιτικός Ουίνστον Τσώρτσιλ. Με τα λόγια του επιβεβαιώνει όσα όλοι μας αισθανόμαστε και πιστεύουμε για την οικογένεια, το πιο σημαντικό κύτταρο της κοινωνίας. Η οικογένεια ταυτίζεται με τις ρίζες μας, είναι το καταφύγιο, η ανάσα μας. Και μπορεί στην εποχή μας να λειτουργεί με νέα μοντέλα, ο ρόλος της όμως δεν αμφισβητήθηκε ποτέ. Η οικογένεια παραμένει βασικός θεσμός. Με τα μέλη της μάς συνδέουν ισχυροί βιολογικοί και συναισθηματικοί δεσμοί, ακατάλυτοι συχνά.
Είναι αλήθεια ότι στους καιρούς μας το οικογενειακό σχήμα, επηρεασμένο από τη ρευστότητα και τη συνθετότητα της ζωής, οδηγήθηκε σε μια ποικιλία μορφών και δομών που επέφερε μεταβλητότητα στις προσωπικές συνθήκες και ένα πλήθος προβλημάτων στα μέλη της. Πολλοί μιλούν για κρίση του θεσμού και αποξένωση των μελών της. Άλλοι για αποσύνθεση της κοινωνικής οργάνωσης και ηθικής. Και αναφέρονται φυσικά στα διαζύγια που αυξάνονται με καταιγιστικό ρυθμό, όπως και στην παραμέληση, και πολύ χειρότερα στην κακοποίηση, την αποξένωση από τον ένα γονέα, ένα φαινόμενο που η επικαιρότητα αναδεικνύει, οι ολοένα και πιο δραματικές ιστορίες με πρωταγωνιστές παιδιά, η οποία και εγείρει ερωτήματα ως προς την έως τώρα δεδομένη γονεϊκή αφοσίωση και αγάπη.
Ο Παναγιώτης Γκούβερης στο βιβλίο του «Μπαμπά σου λείπω» (εκδόσεις Θίνες 2025), καταπιάνεται με τις επιπτώσεις των διαζυγίων στις παιδικές ψυχές, με τους ανταγωνισμούς και τις αντιπαλότητες, τα μίση των συζύγων μετά τη ρήξη των σχέσεων ή τη διάλυση του γάμου. Αποκαλύπτει ότι το να είσαι γονιός είναι μια «τέχνη» δύσκολη. Δεν είναι εύκολο να αποφύγουν οι πρώην σύζυγοι τους προσωπικούς εγωισμούς και τα πείσματα, τον ωφελιμισμό. Τα παιδιά βαδίζουν στην κόψη του ξυραφιού, αναρωτιούνται, επιθυμούν, δεν έχουν όμως απαντήσεις.
Το βιβλίο «Μπαμπά σου λείπω» είναι χωρισμένο σε ενότητες με τίτλους: Μόνη μου, Με τον μπαμπά, Με τη μαμά, Και με τους δυο, Με τον κύριο δικαστή, Όλοι μαζί! Μέσα από σύντομες ιστορίες φέρει στην επιφάνεια τον πόνο των παιδιών, τα πολλά παράπονά τους μετά το διαζύγιο. Είναι γραμμένο με τη γλώσσα των παιδιών και καθρεφτίζει τις διαρρηγμένες σχέσεις, την υποκειμενικότητα στην αντίληψη, την κακοποίηση της παιδικής ψυχής. Τα παιδιά δεν μπορούν να συλλάβουν τον ανταγωνισμό, τη δίψα για ατομική επικράτηση, τις διαταραγμένες σχέσεις, τις εντάσεις. Υφίστανται ωστόσο τη βία, τα ενδοοικογενειακά εγκλήματα με θύματα τα ίδια. Για τα παιδιά η απουσία του ενός γονέα είναι ανυπόφορη. Δύσκολα προσαρμόζονται στις δικαστικές αποφάσεις για τακτικά ωράρια και συγκεκριμένες ημέρες επικοινωνίας. Χάνουν τη γαλήνη, την ασφάλεια, την ξεγνοιασιά, χάνουν την αγάπη και το όνειρο. Οι μεγάλοι, επικεντρωμένοι στο «εγώ» τους, το προσπερνούν ή δεν το αντιλαμβάνονται. Όμως είναι γονείς και έχουν την ευθύνη των παιδιών τους. Αντί να τους προσφέρουν μια υγιή επικοινωνία με τον άλλο γονέα μετά το διαζύγιο, τα μεταφέρουν από το ένα σπίτι στο άλλο σαν βαλίτσες, τα δωροδοκούν με παιχνίδια και χρήματα προκειμένου να λειάνουν τις δικές τους τύψεις, αλλά και την αμηχανία, το καρδιοχτύπι, τον δικό τους πόνο. Αν και το σύγχρονο κοινωνικό πλαίσιο διευκολύνει την έκφραση νέων μορφών οικογένειας, η ανεκτικότητα της κοινωνίας είναι μεγαλύτερη και η πολυμορφία δεδομένη, τα στερεότυπα θριαμβεύουν, όπως και οι ενστάσεις ως προς την ανατροφή των παιδιών ή ο ατομικισμός. Ο Γκούβερης αναδεικνύει στο βιβλίο την ευθύνη των γονέων μετά το διαζύγιο, εγείροντας την ανάγκη ενός ουσιαστικού διαλόγου, μιας παιδείας που θα προετοιμάζει κατάλληλα τους γονείς, ώστε πέρα από τους τριγμούς και τα προβλήματα στις διαπροσωπικές τους σχέσεις, να αντιμετωπίζουν το παιδί με σεβασμό. Στην εποχή μας, ανώριμες επιλογές, έντονοι ρυθμοί, ατομικισμός, σεξουαλική απελευθέρωση, πολλοί άλλοι λόγοι, έφεραν μαρασμό των συναισθημάτων, μια ηθική αλλοίωση που κλόνισε τον θεσμό του γάμου και δημιούργησε ρωγμές στις σχέσεις. Τα διαζύγια αυξήθηκαν. Οι γονείς ωστόσο δύσκολα διαχειρίζονται τον χωρισμό. Η απογοήτευση και η μελαγχολία, η εκδικητικότητα, η επιθετικότητα είναι σχεδόν πάγιες συμπεριφορές. Τα παιδιά γίνονται αποδέκτες της επιθετικής συμπεριφοράς εκατέρωθεν.
Ο Γκούβερης αφηγείται ιστορίες που συγκινούν με την αλήθεια και τον ρεαλισμό τους. Εμπνευσμένες από δικαστικές αποφάσεις, από παιδικά δωμάτια αδειανά, όπως γράφει, αυτές οι «τρυφερές ιστορίες δωματίου», έτσι τις ονομάζει, ξυπνούν ένα σημαντικό αίτημα: οι διαζευγμένοι να συνειδητοποιήσουν την ευθύνη και τον ρόλο τους μετά τη λήξη του γάμου. Να στηρίζουν τα παιδιά σαν να μην έχουν χωρίσει, να μην τα χρησιμοποιούν για ικανοποίηση του δικού τους εγωισμού, του δικού τους οφέλους, της εκδίκησης. Η μητρότητα και η πατρότητα είναι ρόλοι σημαντικοί. Από την επιτυχημένη άσκησή τους εξαρτάται η κοινωνικοποίηση και η ψυχική ισορροπία του παιδιού, η μελλοντική του πορεία, η υγιής ανάπτυξή του. Οι διαζευγμένοι γονείς οφείλουν να εξασφαλίζουν την επικοινωνία με τον άλλο γονέα. Το παιδί πρέπει να βιώνει την αγάπη και τη στοργή. Και αυτό να είναι επιλογή και επιθυμία, όχι υποχρέωση ή θυσία.
Ορισμένα από τα διηγήματα παραπέμπουν υφολογικά στο βιβλίο «Γράμματα των παιδιών στον Θεό», ένα έργο στο οποίο παιδιά έστελναν επιστολές στον Θεό. Είχε κυκλοφορήσει τη δεκαετία του 2000 και είχε καθηλώσει με την ειλικρίνεια, το ευθύβολο της παιδικής σκέψης. Παρόμοια εντιμότητα και φυσική αλήθεια διαθέτουν οι σύντομες ιστορίες του Γκούβερη, γραμμένες με τον τρόπο αυτό. Στα τελευταία του διηγήματα ωστόσο, «Κουνέλι ανά χείρας», «Γοργόνα Βελβεντού», και «Αρίσταρχος Δεκαβάλλας», ο συγγραφέας υιοθετεί τον προσφιλή του τρόπο της συλλογής διηγημάτων «Μην κλαις, ρε Γοργόνα!» (εκδόσεις Γαβριηλίδη). Φλερτάροντας και εδώ με τον εξπρεσιονισμό και τον νατουραλισμό, πλέκει ένα κλειστοφοβικό νήμα γύρω από τους ήρωες. Η παιδική κακοποίηση, οι εξουσιαστικές σχέσεις, ο κατακερματισμός των παιδικών προσωπικοτήτων, η αλλοτρίωση των γονέων, παρουσιάζονται με μονολόγους, ελλειπτικές προτάσεις. Ο εξπρεσιονισμός αναμειγνύεται με τον υπερρεαλισμό, η μυθοπλασία στρέφεται στα αντιφατικά συναισθήματα, στους μετεωρισμούς, στις παλινωδίες. Άμεσος και καθημερινός ο λόγος, χαρακτηρίζεται από επαναλήψεις και συγκινησιακή φόρτιση. Η δομή είναι θεατρική. Οι επιθυμίες, τα πάθη, τα τραύματα, περνούν συχνά μέσα από πικρό χιούμορ και λεπτή σάτιρα.
Στο έργο «Μπαμπά σου λείπω», ο Παναγιώτης Γκούβερης αντιμετωπίζοντας με έγνοια τα παιδιά των διαζευγμένων οικογενειών, αφενός κατασκευάζει έναν καθρέφτη της κοινωνίας και των παθογενειών της που τα εμπεριέχει, αφετέρου κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, απαιτώντας σύνεση και ψυχική υπέρβαση των γονέων για χάρη των ευαίσθητων παιδικών ψυχών.
 

Πρώτη Δημοσίευση: Περιοδικό Fractal, Τεύχος 221ο

«Μην κλαις ρε γοργόνα» στο θέατρο Ίσον. Ο εφιάλτης ξυπνά μέσα από το μύθο της θλιμμένης γοργόνας. Η αντιστοιχία με τη σημερινή νεοελληνική πραγματικότητα διαλύει τη χίμαιρα της ευδαιμονίας. (της Ελένης Αναγνωστοπούλου)

 Η έννοια του Ανήκειν έχει παρερμηνευτεί ουκ ολίγες φορές διότι σαν άνθρωποι έχουμε την τάση να ελέγχουμε τα πάντα γύρω μας, νομίζοντας- εσφαλμένα- ότι δεν θα χάσουμε ανθρώπους από κοντά μας, ότι οι καταστάσεις δεν θ’ αλλάξουν και συνεπώς δεν θα μας ξεβολέψουν. Ήρθε λοιπόν η ώρα να πούμε ένα ηχηρό: «Καλώς όρισες!» σε όλα αυτά που θα έρθουν όχι επειδή θέλουν το κακό μας αλλά επειδή είναι σημαντικοί σταθμοί του επίγειου προορισμού μας. Υφίσταται λοιπόν ένας άγραφος κανόνας που διατυπώνει ότι η ενήλικη ζωή συνδέεται με την εξερεύνηση του μονοπατιού που είναι μοναδικό και τελείως διαφορετικό για τον καθένα ούτως ώστε να φτάσει στον Ανώτερο Αυθεντικό Εαυτό του, στην πραγμάτωσή του όχι σε υλικό αλλά σε πνευματικό επίπεδο.
Στην ελληνική λαογραφία η γοργόνα είναι θαλάσσιος δαίμονας, ένα πλάσμα που θα το χαρακτηρίζαμε με τον όρο υβρίδιο. Άνθρωπος από την κορυφή ως τη μέση και ψάρι από τη μέση έως την ουρά. Αυτός ο παράδοξος σχεδόν απόκοσμος δαίμονας αρπάζει από τα πλοία τους ναύτες και μετά τα βυθίζει, είναι υπεύθυνος για την πρόκληση θαλάσσιων ανεμοστρόβιλων. Ήταν αδερφή του Μέγα-Αλέξανδρου που ήπιε το αθάνατο νερό και εμφανίζεται σε ανθρώπους μεσάνυχτα Σαββάτου. Σύμφωνα με την ελληνική λαογραφία, οι γοργόνες ζουν στη Μαύρη Θάλασσα (Εύξεινος Πόντος) και συχνά κατεβαίνουν στο Αιγαίο. Όταν συναντήσει στο δρόμο της κάποιο πλοίο, το πιάνει από την πλώρη και ρωτάει: «Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;» Αν οι ναύτες απαντήσουν ότι ζει τους αφήνει να φύγουν τραγουδώντας με τη λύρα της. Αν όμως οι ναύτες απαντήσουν ότι ο βασιλιάς Αλέξανδρος πέθανε και δεν ζει πια, πετάει το καράβι ψηλά και πέφτοντας στο νερό βυθίζεται παίρνοντας μαζί του και τους ναύτες. Έπειτα, η γοργόνα το μετανιώνει για τις ζωές των ναυτών που αφαίρεσε, κλαίει και μοιρολογεί. Από τα κλάματα σηκώνεται τρικυμία και θύελλα μεγάλη που αφανίζει τα πάντα στο πέρασμά της.
Το κείμενο διά χειρός Παναγιώτη Γκούβερη αποτελείται από εφτά αυτοτελείς ιστορίες που ενισχύουν τον αρχικό μύθο της γοργόνας ενώ παρεισφρέουν γεγονότα και σημεία ορόσημα που έχουν σημαδέψει τη σημερινή εποχή. Διακατέχεται από γλαφυρότητα ενώ ασκεί κοινωνιοκριτική στη σαθρή πολιτική της ελληνικής επικράτειας που στο βωμό του χρήματος δεν διστάζει να αφαιρέσει τις ζωές ανυποψίαστων πολιτών. Μήπως μας θυμίζει κάτι αυτό;
Μήπως κάτι έχει να μας πει; Σαφώς τα μηνύματα είναι άπειρα κι έρχονται καταιγιστικά προς όλες τις κατευθύνσεις. Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα είναι απαγορευτική η ζωή.
Επιτρέπεται μονάχα η επιβίωση σαν αναγκαία συνθήκη, σαν δίαυλος μεταφοράς κι εξυπηρέτησης σκοτεινών σκοπών, θολών και απατηλών ως προς το περιεχόμενό τους.
Παράλληλα, στηλιτεύεται το πλέον νόμιμα θεσπισμένο εργασιακό μοντέλο που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε μεγαλύτερη φτωχοποίηση και πλήρη εξαθλίωση του πληθυσμού. Επί παραδείγματι, ο άνθρωπος απομακρύνεται από τα όνειρά του. Σαν αποτέλεσμα, αφού δεν καταστρώνει σχέδια για το μέλλον, είναι υποχρεωμένος να ζει την ημέρα της μαρμότας σε υποδιαίρεση: αν στο παρελθόν έκανε πλάνα μόνο για την επόμενη μέρα, τώρα ζει εξαντλούμενος στο κυνήγι του δευτερολέπτου αφού κατάντησε υπόδουλος των αριθμών. Ένα καλοκουρδισμένο γρανάζι του συστήματος. Χωρίς φωνή. Χωρίς υπόσταση.
Ένα ανδρείκελο- μηδενικό.
Η σκηνοθεσία της Περσεφόνης Παντοπούλου έχει σαν αφετηρία εστίασης την κατακραυγή αναφορικά με την έξαρση παραφοράς του ένδοξου παρελθόντος και την εμμονική προσκόλληση στα περασμένα μεγαλεία. Προσεγγίζει το έργο από ψυχαναλυτική σκοπιά εφ’ όσον οι μνήμες μας είναι τα βιώματά μας. Αυτά μας καθορίζουν, μας διαμορφώνουν κι εντέλει μας αλλάζουν. Παίρνει λοιπόν το μύθο της γοργόνας και από επινοημένη αφήγηση τον καθιστά ρέουσα θεατρική παράσταση που διαθέτει αρχή, μέση και τέλος. Κατασκευάζει ένα δραματοποιημένο μανιφέστο με σαφή τοποθέτηση που αφορά την παρρησία του λόγου. Διαχειρίζεται εύστοχα τον μπρεχτικό όρο περί ανάσυρσης του μύθου διότι εφ’ όσον πραγματοποιεί τη σύζευξη του μύθου- αφηγήματος στην καθ’ ημάς πραγματικότητα, εξάγει τα παρακάτω συμπεράσματα: α) ότι η προγονολατρεία δημιουργεί ανθρώπους με παρωπίδες και στενοκέφαλες απόψεις. β) ότι ο κόσμος εδώ και 3000 χρόνια παραμένει ίδιος και απαράλλαχτος(εκτός από την ενδυμασία και την τεχνολογία). γ) Πόσες ασχήμιες δύναται ν’αντέξει ο άνθρωπος; δ) Καλύτερα ένα όμορφο καλοστολισμένο ψέμα ή μια άβολη, λιτή κι απέριττη, αφτιασίδωτη Αλήθεια;
Έτσι λοιπόν ο μύθος δουλεύεται στο διηνεκές, όχι μόνο στο επίπεδο της συγγραφής του θεατρικού κειμένου αλλά κυρίως καθώς εξελίσσεται η σκηνοθεσία που εκτός των προαναφερθέντων δεν παρουσιάζεται ως οριστικός εκσυγχρονισμός του νοήματος αλλά ως επιλογή δραματουργική, του παιγνίου και άρα ερμηνευτική.
Η συνεργασία των Εύας Τρουπιώτη και Μυρτούς Μάστορη αναφορικά με το σκηνικό της παράστασης, αποδεικνύει ότι ακόμα και η πιο απλή έμπνευση μπορεί να μετουσιωθεί σε σκηνικό περιβάλλοντα χώρο που αντιπροσωπεύει το δραματικό τόπο-πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται η γοργόνα.
Η Γρηγορία Μεθενίτη χρησιμοποιεί τις γρήγορες κι απότομες εναλλαγές στις κινήσεις της ηρωίδας, αποτυπώνοντας εύγλωττα την αγωνία και την ανάγκη της από κάπου να γαντζωθεί, κάπου να πιαστεί.
Οι φωτισμοί των Δημήτρη Σαβουιδάκη και Λίας Μιχάλη ενισχύουν το φαινομενικά ονειρικό τοπίο του υγρού στοιχείου που έρχεται σε αντιπαραβολή με τον ταραγμένο νου της γυναικείας φύσης της ηρωίδας.
Η Μπέτυ Σαράντη χρησιμοποιεί τον εαυτό της επί σκηνής, ως καμβά, ως ερμηνευτικό εργαλείο μέσα από το οποίο ξεπηδούν όλοι οι χαρακτήρες εκτός της γοργόνας: πρόκειται για πρόσωπα που δεν βλέπουμε μα γνωρίζουμε ότι υπήρξαν για λίγο εφήμεροι συμπορευτές της. Λειτουργεί ως μη δραματοποιημένος αυτοδιηγητικός αφηγητής εφ’ όσον αφηγείται την ιστορία υπό τη σκοπιά του παρατηρητή. Δεν μετέχει στην αναπαράσταση των γεγονότων που σχετίζονται με τον αδερφό της, ωστόσο εμφανίζεται σαν απλός μάρτυρας, μη συνειδητοποιημένος. Ως μια φωνή που βαίνει ενάντια στη σιωπή και τολμά να ορθώσει το άφατο με θεμελιώδη αποδέκτη το κοινό που λαμβάνει άτυπα το ρόλο του ψυχοθεραπευτή που λειτουργεί σαν καταλυτική παρουσία: ακούει, δεν παρεμβαίνει, συμπάσχει. Σιωπηλά.
Ολοκληρώνοντας την πραγμάτευσή μου, θα ήθελα να προσθέσω ότι τα συστατικά επιτυχίας της παράστασης οφείλονται στο τρίπτυχο ίλιγγος- ταύτιση- κάθαρση. Μέσα από το συναισθηματικό χωνευτήρι, βιώνουμε ανάλαφρα τα δομικά στοιχεία μιας τραγωδίας όπου το έξυπνα στοχευμένο χιούμορ διαδέχεται τη λύπη και την ακηδία βοηθώντας μας να συνεκτιμήσουμε την κατάσταση και να πάμε παρακάτω όντας ρεαλιστές κι όχι όντας βυθισμένοι σε διαρκή λήθαργο.


Πρώτη Δημοσίευση Περιοδικό Fractal 221ο Τεύχος

 

Σάββατο 26 Απριλίου 2025

"Μπαμπά, σου λείπω;" ΕΡΑ Σερρών (Ραδιοφωνική Εκπομπή)


 Με αφορμή το βιβλίο "Μπαμπά σου λείπω;" συζητάμε για την γονική αποξένωση,
με τη Θάλεια Καμπουρίδου και τη Δέσποινα Γιαννακίδου.

Πέμπτη 24 Απριλίου 2025



Από 2 Μαΐου, τέσσερις Παρασκευές, στο ΙΣΟΝ Θέατρο - Χορός
Μην κλαις, ρε γοργόνα!
Έλα. Κι όπου βγει.
Σκηνοθεσία: Περσεφόνη Παντοπούλου
Ερμηνεία: Μπέτυ Σαραντή
Κείμενο: Παναγιώτης Γκούβερης

Τετάρτη 16 Απριλίου 2025


 Ιστορίες σχεδόν αληθινές για γονείς που, μετά το διαζύγιο,
χώρισαν κι από τα παιδιά τους.
Διηγήματα εμπνευσμένα από δικαστήρια, αποφάσεις και
παιδικά δωμάτια αδειανά.
Γονείς που μένουν λίγα τετράγωνα μακριά απ’ τα παιδιά τους,
κι όμως έχουν χρόνια να τα δουν.
Πόσο άδικο, κι όμως τόσο συνηθισμένο.
Τρυφερές τραγωδίες δωματίου.

Η Χρυσάνθη Ιακώβου για το "μπαμπά σου λείπω;"

  Η συλλογή διηγημάτων «Μπαμπά, σου λείπω;» είναι το τρίτο βιβλίο του Παναγιώτη Γκούβερη, το οποίο, παρόλο που είναι διαφορετικό απ’ ό,τι έχ...