Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2017

Η Διώνη Δημητριάδου για το "Μην κλαις, ρε Γοργόνα"

Μια ρέουσα γλώσσα, μια πρωτότυπη γραφή. Είναι μία η ιστορία; Είναι πολλές μικρότερες σε συρραφή εσωτερική; Δεν έχει και τόση σημασία. Διαβάζεται απνευστί σαν μια εξομολόγηση προς εαυτόν αλλά και σαν μια κουβέντα προς τον αναγνώστη. Φυσικά είναι και η γοργόνα, που έχει χρεωθεί τη θλίψη και την αγωνία για τον χαμένο αδελφό, όπως όλοι μας κάποτε επωμιζόμαστε τα ξένα βάρη. Ας πούμε ότι η καλή γραφή προσπαθεί να αποσείσει από πάνω μας κάτι από το προσωπικό μας άχθος.

https://meanoihtavivlia.blogspot.gr/2017/12/10-2017.html?spref=fb

Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017

Κάλαντα Πλυντηριανά

Όχι, τα Χριστούγεννα δεν στόλιζε το σπίτι της η οικογένεια Ακρίτα. Δεν μπορείς να τους κατηγορήσεις για τούτο καθώς όλο τον υπόλοιπο χρόνο η οικία τους παραήταν φανταχτερή και κοκεταρισμένη.
Μες το κατακαλόκαιρο αναβόσβηναν λαμπιόνια στο μπαλκόνι, ενώ την άνοιξη κερνούσαν κουραμπιέδες. Λίγο μετά τον Αύγουστο έβαζαν στο κέντρο του σαλονιού τρία πελώρια έλατα, όμως τα Χριστούγεννα όλα τούτα γίνονταν στάχτη και μπούρμπερη. Άναβαν τη λεγόμενη Χριστουγεννιάτικη φωτιά, έκαιγαν κεράσματα, στολίδια και λαμπιόνια, κλείδωναν την πόρτα και έσβηναν τα φώτα.
Περίεργη συμπεριφορά όχι όμως ανεξήγητη. Ο μονάκριβος γιος της οικογένειας, ο Άλκης Ακρίτας, δεν ήταν παιδί για γιορτές και πολλές χαρές. Το πιο σημαντικό… δεν μπορούσε να πει τα κάλαντα! Όχι βέβαια πως μπορούσε να πει τίποτα άλλο... Δύσκολο παιδί, μόνο ν'αναπνέει μπορούσε όπως όλοι.
Τα Χριστούγεννα του 2006 και ενώ η οικογένεια Ακρίτα είχε μπει στη διαδικασία του Χριστουγεννιάτικου εγκλεισμού, ο Άλκης κλείστηκε στην τουαλέτα και άναψε το πλυντήριο. Πολλές φορές άναβε το πλυντήριο δίχως ρούχα, αλλά σήμερα θα γινόταν κάτι διάφορο πολύ.
Ο μπαμπάς Ακρίτας κόλλησε το αυτί του στην πόρτα και ξάφνου χαμογέλασε. Η κυρία Ακρίτα πρώτη φορά τον έβλεπε να χαμογελά.
- Άντρα μου καλέ και πολυαγαπημένε τι έφερε στα χείλια σου χαμόγελο γλυκό;
- Μονάκριβη γυναίκα μου ο Άλκης τούτος που μας έλαχε για γιος ψιθυριστά λέει τα κάλαντα με συνοδεία του πλυντηρίου… χαρά μεγάλη έχω στην καρδιά.

Από τότε το πιο στολισμένο σπίτι σε ολάκερο τον κόσμο κάθε Χριστούγεννα είναι αυτό του Άλκη Ακρίτα, που μια φορά το χρόνο ψιθυρίζει Κάλαντα Πλυντηριανά.

Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2017

Χρύσανθος Καγιάς - Παναγιώτης Γκούβερης... εκείνος κι εκείνος.



Το 'κανα κι αυτό... Την περασμένη Δευτέρα, στο μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, στην προσπάθειά μας να εξηγήσουμε τη διαφορετικότητα στα παιδιά... Με τον υπέροχο ηθοποιό Χρύσανθο Καγιά. Ένα μικρό ρολάκι που θα θυμάμαι σ' όλη μου τη ζωή... Νομίζω ότι εύκολα μπορείτε να φανταστείτε το σενάριο...

Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017

Η ιστορία του μπαμπά της Αγγελικής Κόζαλη

Η Αγγελική Κόζαλη δουλεύει στο παγωτατζίδικο του μπαμπά της. Που και που τρώει κανένα παγωτάκι, όμως ο μπαμπάς της την μαλώνει. 

Δεν την μαλώνει πολύ γιατί το ένα της πόδι είναι ξύλινο και τη λυπάται λίγο. Ήταν μια μέρα όμως που και κείνη το παράκανε.

28 Μαΐου 2003. Έγινε διακοπή ρεύματος στη γειτονιά της. Τα ψυγεία δεν λειτουργούσαν, τα παγωτά θα έλιωναν. Έτσι, η μικρή Αγγελική βρήκε ευκαιρία και έφαγε όλο το παγωτό του μαγαζιού.

Μόλις έφαγε και την τελευταία μπάλα το ρεύμα ξαναήρθε και μπήκε ο μπαμπάς της στο μαγαζί. 


"Αγγελική γιατί έχεις σοκολάτα στα χείλια σου; Τι λεκέδες φράουλα μπανάνα έχεις στη μπλούζα; Μα, πού είναι το παγωτό!¨

Πού και πώς να δικαιολογηθεί το κορίτσι μας... Ήταν άτυχο, ποιος να την πιστέψει.

Ξάφνου, ένας γαλάζιος κεραυνούλης έσκασε στη μέση του μαγαζιού και ξεπρόβαλε ένας κύριος με καπέλο και φόρμα!

- Ταρατατζούμ! Χαίρεται, είμαι ο Νεραϊδένιος Πρίγκιπας των Ηλεκτρολόγων και 
ήρθα να σας βεβαιώσω πως η κόρη σας αγαπητέ μου κύριε λέει την αλήθεια. Μην την αποπαίρνετε.
- Εσύ είσαι λοιπόν υπεύθυνος για την διακοπή του ρεύματος Πρίγκιπα των Ηλεκτρολόγων!
- Αντιθέτως καλέ μου κύριε, εγώ με ένα χτύπημα των χεριών μου μπορώ να σας επισκευάσω όλα τα ηλεκτρολογικά του μαγαζιού σας, το μόνο που χρειάζεται είναι να ζητήσετε ένα μικρό συγνώμη από την Αγγελική
- Και αν δε το κάνω;
- Τότε δυστυχώς είμαι στην δυσάρεστη θέση να σας ανακοινώσω ότι θα κάψω όλες τις ηλεκτρικές συσκευές του μαγαζιού σας.
- Αρνούμαι πεισματικά! Τι και αν κάψεις τα ψυγεία, και το αγαπημένο μου  ραδιόφωνο. Δεν σε υπακούω Νεραϊδένιε πρίγκιπα των Ηλεκτρολόγων!
- Μπαμπά σε παρακαλώ ζήτα μου συγνώμη! Αν δεν το κάνεις θα καεί και ο 
βηματοδότης που δίνει ρυθμό στην καρδιά σου! Σε παρακαλώ! Μπαμπά μου!
- Μην παρακαλάς γλυκιά Αγγελική. Εγώ, ο Νεραϊδένιος Πρίγκιπας των Ηλεκτρολόγων είμαι πλέον αναγκασμένος να κάψω όλες τις μηχανές. Ταρατατζούμ!!!

Ξάφνου, τα φώτα έσβησαν, τα ψυγεία σταμάτησαν να κάνουν το σπαστικό τους θόρυβο και ο μπαμπάς της Αγγελικής... άρχισε να αγκομαχά!

- Μπαμπά μου! Μπαμπά μου! Πες την καρδιά σου να μη σταματήσει, σε 
παρακαλώ. Να, εγώ θα χορέψω τώρα και θα της δώσω ρυθμό...

ΤΙΚ ΤΑΚ ΤΙΚ ΤΑΚ


Το ξύλινο πόδι λικνίζονταν στο έδαφος. Ο μπαμπάς της Αγγελικής ανάσαινε και πάλι...

- Συγνώμη κόρη μου... Συγνώμη...


- Ταρατατζούμ! Σας κορόιδεψα, δεν είμαι ο Νεραϊδένιος Πρίγκιπας των Ηλεκτρολόγων. Είμαι ο Προσωπάρχης των Ξωτικών ΓΝ. Σκοπός μου ήταν να ακούσω μια συγνώμη γιατί μου αρέσει να ακούω τη φωνούλα γν. Κάνω το καλό και το ρίχνω στο γυαγνό...



Harbingers of a Vanishing World  Paul Bond 

Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2017

Μανοπαιδούπολη

Ο νομός Διαζυγίου είναι μάλλον ο μεγαλύτερος νομός της Ελλάδας. Πρώτευουσα του νομού Διαζυγίου είναι η Μανοπαιδούπολη. Εκεί, όπως είναι φανερό, μένουν τα παιδιά και οι μάνες. Για να μείνεις με τη μαμά σου στη Μανοπαιδούπολη δε χρειάζεται ούτε διαβατήριο ούτε ταυτότητα. Το μόνο που χρειάζεσαι είναι μια δικαστική απόφαση. Κάθε δικαστική απόφαση έχει πάνω της έναν αριθμό που δεν πρέπει ποτέ να ξεχάσεις. Η δικιά μου λέγεται 28/2010.
Στη Mανοπαιδούπολη δεν υπάρχουν ταχυδρόμοι ούτε γραμματόσημα. Υπάρχουν κάτι άλλοι κύριοι που λέγονται δικαστικοί επιμελητές.
Αν θες να στείλεις ένα γράμμα σε κάποιον το δίνεις στο δικαστικό επιμελητή και αντί για γραμματόσημο του δίνεις παράβολο ή μεγαρόσημο.
Στη Mανοπαιδούπολη υπάρχουν και πολλοί αστυνόμοι. Βέβαια είναι λίγο σαν νταντάδες. Αν σε βρουν στο δρόμο σε ρωτούν αμέσως τίνος απόφαση είσαι εσύ. Είναι σημαντικό να θυμάσαι την απόφασή σου. Πολλές φορές σε ρωτούν αν ο μπαμπάς σου βάζει τη διατροφή και αν η μαμά σου σε αφήνει να τον βλέπεις. Άμα φοράς κάνα μπαλωμένο ρούχο αμέσως καταλαβαίνουν ότι ο μπαμπάς δεν βάζει διατροφή. Το πιο δύσκολο όμως είναι όταν έχεις πρησμένα ή κλαμένα μάτια. Τότε καταλαβαίνουν ότι η μαμά σου δεν σε αφήνει να βλέπεις τον μπαμπά σου. Εγώ έχω πάντα ένα μαντήλι κρυμμένο και σκουπίζω τα μάτια μου όταν βλέπω αστυνόμο.
Ο Δήμαρχος της πόλης είναι πάντοτε εφέτης και φοράει κάτι περίεργα γουνάκια στους ώμους. Δεν ξέρω γιατί λέγεται εφέτης. Παλιά νόμιζα ότι κάπου έχει έφεση ωστόσο αυτό μάλλον δεν ισχύει. Για να πω βέβαια την αλήθεια δεν τον έχω δει ποτέ από κοντά. Έχω δει μονάχα την υπογραφή του στο τέλος της απόφασής μου. Οι εφέτες κάνουν πάντα πολύ μεγάλες και ακαταλαβίστικες υπογραφές.
Το πιο σημαντικό αξεσουάρ στη Μανοπαιδούπολη είναι το ρολόι. Τα παιδιά μαθαίνουν την ώρα πριν καν μάθουν να συλλαβίζουν. Τούτο είναι πραγματικά απαραίτητο καθώς κάθε παιδί πρέπει να ξέρει ακριβώς τι ώρα θα έρθει να το πάρει ο μπαμπάς του και τι ώρα θα το γυρίσει. Στο κέντρο της πόλης υπάρχει μάλιστα ένα γιγάντιο ρολόι χτισμένο από πεπιεσμένο χαρτί παλιών δικαστικών αποφάσεων.
Μια φορά ένα παιδάκι είχε ανέβει στην κορυφή του ρολογιού και έκλαιγε. Έλεγε πως αν δεν του φέρναν τον μπαμπά του θα πηδούσε κάτω. Ο Δήμαρχος παρενέβη αμέσως . Βρήκε τη δικαστική απόφαση του παιδιού την έβγαλε μια γιγάντια φωτοτυπία και την έστρωσε στο έδαφος κάτω από το ρολόι. Ύστερα ένας δικαστικός επιμελητής τη διάβασε στο παιδί μεγαλόφωνα (σχεδόν ουρλιάζοντας). Το παιδί με τα πολλά κατάλαβε ότι δεν ήταν η μέρα του μπαμπά... Κατέβηκε κάτω δίχως να πει κουβέντα. Από τότε σταμάτησε να μιλάει το καημένο....
Κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο η Μανοπαιδούπολη γεμίζει μπαμπάδες. Για να μπει ένας μπαμπάς στην πόλη πρέπει να δείξει την απόφαση στα διόδια του νομού. Εκεί υπάρχει μία μπάρα και ένα τσούρμο δικαστικοί επιμελητές που ελέγχουν αποφάσεις. Αν η απόφαση είναι τσαλακωμένη ή λείπει κάνα φύλλο δεν μπαίνεις. Ο μπαμπάς μου σιδερώνει κάθε φορά την δικαστική απόφαση πριν φτάσει στα διόδια. Έχει πάντα στο αυτοκίνητο ένα σίδερο με μπαταρίες. Μια φορά την πάτησε. Έδωσε την απόφαση για έλεγχο και έκαιγε από το πρόσφατο σιδέρωμα. Ο δικαστικός επιμελητής εκνευρίστηκε και δεν τον άφησε να μπει. Το πάθημα του έγινε μάθημα.
Λίγο πριν μπεις στα διόδια έχει ένα παιχνιδάδικο. Χτίστηκε τη δεκαετία του 90 με χρήματα από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο ιδιοκτήτης του, ο κύριος Τζάμπος, έγινε ζάμπλουτος. Σχεδόν κάθε πατέρας μπαίνει στο παιχνιδάδικό του πριν περάσει τη μπάρα. Είναι σημαντικό να κρατάς κάνα παιχνιδάκι πριν δεις το παιδί σου. Έτσι για να σπάει η αμηχανία.
Φαντάσου να είχες να δεις το γιο σου δύό βδομάδες. Σου φαίνεται ψηλότερος, τα μαλλιά του είναι πιο μακριά. Και συ όμως είσαι πιο γέρος, πιο κουρασμένος. Τα μαλλιά του δικού μου μπαμπά θυμάμαι είχαν ασπρίσει από το ένα Σαββατοκύριακο στο άλλο... αμήχανα πράγματα... Γιαυτό είναι καλό να υπάρχει κάνα παιχνιδάκι να σπάει η αμηχανία της στιγμής.
Τα Σάββατα των μπαμπάδων συμβαίνει κάτι πραγματικά περίεργο στη Μανοπαιδούπολη. Ναι είναι πραγματικά περίεργο να κουφαίνονται όλες οι μανάδες. Έτσι ξαφνικά για λίγα δευτερόλεπτα μάνες μητέρες μανουλίτσες, και η δική μου η μαμά μαζί κουφαίνονται. Καμιά τους δεν ακούει το θυροτηλέφωνο που χτυπάει ο μπαμπάς από κάτω. Φαντάσου να περιμένεις τον μπαμπά σου δύό εβδομάδες και ξαφνικά η μαμά σου να κουφαίνεται.

Βέβαια πίστευα ότι αυτό το πρόβλημα θα λυνόταν με τον καιρό. Εγώ θα ψήλωνα θα έφτανα το θυροτηλέφωνο και θα άνοιγα στον μπαμπά μου, γελάστηκα όμως. Όταν πήγα στην πρώτη και άρχισα να το φτάνω -με σηκωμένες μύτες- έγινε κάτι πραγματικά μαγικό: Είχε ψηλώσει και το θυροτηλέφωνο! Κάπως είχε καρφωθεί περίπου πέντε εκατοστά ψηλότερα!
Τέτοια μαγικά πράγματα συμβαίνουν στη Μανοπαιδούπολη... Ένα άλλο περίεργο που συμβαίνει είναι τα ξεχάσματα των αριθμών. Η δική μου η μαμά είναι πολύ καλή στα μαθηματικά, αλλά συνήθως ξεχνάει τον αριθμό του τηλεφώνου του μπαμπά. (Δε φταίει η μαμά μου, το παθαίνουν και άλλες μαμάδες εδώ πέρα). Είναι καμιά φορά που θέλω να ακούσω τον μπαμπά μου και για κακή μου τύχη η μαμά ξεχνάει τον αριθμό του. Πίστευα πως και αυτό θα λυνόταν με τον καιρό. Ήταν θυμάμαι ένα Σαββατοκύριακο που ο μπαμπάς, μου έμαθε το τηλέφωνό του. Δεν ήταν καθόλου εύκολο. Δέκα αριθμοί στη σειρά για ένα παιδί του νηπιαγωγείου δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Όταν πήγα σπίτι το έγραψα και πάνω στο μαξιλάρι μου, όμως ήμουν και πάλι άτυχος... τότε ήταν που η μαμά ξεκίνησε να ξεχνάει που είχε βάλει το τηλέφωνο.  Τζάμπα ο κόπος, λέρωσα και το μαξιλάρι.
Κάπως έτσι κυλάει η ζωή στη Μανοπαιδούπολη μέχρι που μεγαλώνεις και γίνεσαι δεκαοχτώ χρονών. Στα δέκατα όγδοα γενέθλιά σου συμβαίνει κάτι σχεδόν απίστευτο: Ο δήμαρχος της πόλης βγάζει μια ειδική άδεια και αφήνει τον μπαμπά σου να έρθει στο πάρτι σου (!) ακόμα και αν δεν είναι Σαββατοκύριακο!
“ Εγώ ο δήμαρχος εφέτης της Μανοπαιδούπολης με την εξουσία που μου δίνει ο Νόμος και το Σύνταγμα μου, εκδίδω την παρούσα άδεια παραμονής εντός της πόλης της Μανοπαιδούπολης για τον ...... πατέρα του....... Ο εν λόγω πατέρας την ..... του μηνός.... μπορεί να εισέλθει στη Μανοπαιδούπολη για χρονικό διάστημα δέκα λεπτών από 12η μεσημβρινή έως και τις 12:10 της ιδίας ημέρας. Διατάσσει δε την μητέρα να ανεχθεί και να μην παρεμποδίσει καθ οιονδήποτε τρόπο την δεκάλεπτη παρουσία του πατέρα εις τα γενέθλια του τέκνου του. Απειλεί δε τον πατέρα με χρηματική ποινή 150 ευρώ και φυλάκιση 4 μηνών για έκαστο επιπλέον λεπτό που θα παραμείνει εντός της Μανοπαιδούπολης”
Βέβαια είναι εξαιρετικά δύσκολο για κάθε πατέρα -πλην κάποιων που τρέχουν πραγματικά γλήγορα- να προλάβουν εντός δέκα λεπτών να φτάσουν από τα διόδια της πόλης στο σπίτι του παιδιού τους. Γιαυτό όλα τα δέκατα όγδοα γενέθλια γίνονται σε μία αίθουσα δεξιώσεων (διαζύγια, βαπτίσεις μνημόσυνα κ.τ.λ) δίπλα στα σύνορα της πόλης. Για να μη χαθεί χρόνος μάλιστα το παιδί περιμένει στην είσοδο του κέντρου και μόλις δει από μακριά τον μπαμπά του σβήνει τα κεράκια. Ο πατέρας μόλις δει το παιδί του πετάει με δύναμη το γενέθλιο δώρο προς το μέρος του (το έχει ήδη τυλίξει με αφρολέξ ώστε να μη σπάσει). Το παιδί το πιάνει και το ανοίγει τρέχοντας προς το μέρος του μπαμπά του. Αν προλάβουν να φτάσουν ο ένας τον άλλον αγκαλιάζονται, φιλιούνται, και μερικές φορές προφταίνει ο πατέρας να πει χρόνια πολλά. Έπειτα το παιδί δίνει μία δυνατή σπρωξιά στον πατέρα του ώστε να πάρει ώθηση και να αρχίσει πάλι να τρέχει προς τα διόδια πριν κλείσει το δεκάλεπτο. Στα διόδια υπάρχουν πάντα αστυνομικοί με ένα χρονόμετρο στο δεξί τους χέρι και μία χειροπέδα στο αριστερό. Έναν κακομοίρη τον συνέλαβαν επειδή άργησε κάτι εκατοστά του δευτερολέπτου... Έτσι είναι αυτά.
Τον τελευταίο καιρό στη Μανοπαιδόπολη υπήρχε σούσουρο. Ο εφέτης δήμαρχος – μεγάλος άνθρωπος – έβηχε για τα καλά. Το είχαν καταλάβει σχεδόν όλοι καθότι οι τελευταίες αποφάσεις που είχε υπογράψει είχαν εμφανείς σταγόνες σάλιου δίπλα στη σφραγίδα. Τούτο φυσικά ήταν εξαιρετικά σημαντικό καθότι εάν ένας εφέτης αρρωστήσει και πάρει αναρρωτική άδεια έστω και για μία μέρα θα κυριαρχήσει το απόλυτο χάος στη Μανοπαιδούπολη. Τα πράγματα είναι απλά:
Άρρωστος εφέτης σημαίνει αναρρωτική άδεια. Αναρρωτική άδεια σημαίνει ότι για μία μέρα τουλάχιστον δε θα είναι στο γραφείο του. Κάτι τέτοιο σημαίνει ότι ουδείς θα μπορεί να χρησιμοποιήσει τη σφραγίδα του. Έτσι ότι για μία μέρα (τουλάχιστον) δεν θα μπορεί να εκδίδει αποφάσεις. Μανοπαιδόπολη χωρίς αποφάσεις είναι κάτι το αδιανόητο! Ποιος θα υπογράφει αποφάσεις για επιμέλειες, φυλακίσεις, κρατήσεις, πρόστιμα; Ποιος θα δίνει διαταγές στους δικαστικούς επιμελητές; Σε ποίον θα παρουσιάζουν τους κρατούμενους μπαμπάδες οι αστυνομικοί; Χ Α Ο Σ.
Οι φήμες επιβεβαιώθηκαν όταν ένας φαρμακοποιός με ένα κουταλάκι Dollal (αντιπυρετικό 200ml) κατέφθασε στο δικαστικό δημαρχείο. Σίγουρα προοριζόταν για τον εφέτη...
Μέχρι που έγινε τελικά το αναπόφευκτο! Ο εφέτης έδωσε διαταγή προς τον εαυτό του να πάρει μία μέρα αναρρωτική άδεια!

“ Εγώ ο δήμαρχος εφέτης της πόλης της Μανοπαιδούπολης διατάσσω τον εαυτό μου να λάβει ημερήσια αναρρωτική άδεια αναπαύσεως την αμέσως επόμενη φορά που θα φταρνιστώ.  Αψού Αψού Αψού.”
Τρείς φορές φτερνήστικε ο εφέτης. Όχι μία, τρεις ολόκληρες φορές. Συμμάζεψε το χαρτοφύλακά του. Φίλησε σταυρωτά τον πιστό δικαστικό του επιμελητή. Έβαλε στο σακάκι του τον ποινικό κώδικα τσέπης που κουβαλούσε πάντοτε μαζί του και πήγε να αναρρώσει στο σπίτι του.
Το νέο μαθεύτηκε γρήγορα. Οι μητέρες ήταν κάπως ανήσυχες, αλλά προσπαθούσαν να μη το δείξουν, ώσπου το απόγευμα της ίδιας μέρα έγινε το μοιραίο. Μπήκαν στην πόλη οι μπαμπάδες. Σπάσανε τις μπάρες με κάτι νοικιασμένα Ντάτσουν. Γυρνούσαν πάνω στις καρότσες τραγουδώντας. Κάποιοι αγανακτισμένοι περικύκλωσαν την πλατεία και κάψαν το ρολόι. Γέμισε όλη η πόλη δικαστική στάχτη.
Γιάννη
Μαρία
Μιχάλη
Μανώλη
Νικόλα
Μαγδαληνούλα..
...
...
...
Ο μπαμπάς έρχεται!”

Οι μητέρες φοβήθηκαν, τρέξανε μακριά, άφησαν πίσω τους παιδιά, μωρά, φρουτόκρεμες, παιχνίδια ασυμμάζευτα.
Κάθε πατέρας πήγε στο σπίτι του παιδιού του. Μερικοί βλέπανε για πρώτη φορά το παιδικό δωμάτιο του γιου τους. Ένας είδε την κόρη του σε αναπηρικό καρότσι και έβαλε τα κλάματα. Δεν την είχε δει για χρόνια. Δεν του είχαν πει τίποτα.

Ο δικός μου ο μπαμπάς με αγκάλιασε και ξεκίνησε να κολλάει φωτογραφίες μας στου τοίχους. Όλα ήταν κάπως περίεργα χαρούμενα και λυπημένα μαζί. Κανένα παιδί δεν ήξερε πότε θα ξαναδεί τη μάνα του, αλλά επιτέλους έμενε με τον πατέρα του.
Ο Εφέτης την άλλη μέρα γύρισε. Το χειρίστηκε αριστοτεχνικά το θέμα. Έβγαλε διαταγή:
“ Από σήμερα διατάσσω (με την εξουσία που μου δίνει ο νόμος μου κτλ...) να μεταρρυθμιστούν άπαντες οι δικαστικές αποφάσεις της Μανοπαιδούπολης και να αντικατασταθεί η λέξη μητέρα με τη λέξη πατέρας και αντιστρόφως.”
Κάπως έτσι οι μπαμπάδες πήραν την επιμέλειά μας.  Τις μανάδες μας τις βλέπουμε πια κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο. Το ρολόι χτίζεται ξανά σιγά σιγά. Ακόμα είναι κοντό.
Ένα παιδάκι ανέβηκε προχτές και έκλαιγε. Ζητούσε τη μάνα του. Κανείς δε νοιάστηκε. Και να' πεφτε από τέτοιο ύψος δε θα πάθαινε τίποτα.
Μια μέρα γυρνώντας από το σχολείο έπιασα το μπαμπά μου να καρφώνει το θυροτηλέφωνο ψηλότερα. Μοιάζει με τη μαμά μου σε αυτά. Άλλωστε γιαυτό κάποτε παντρεύτηκαν, ταιριάζουν.
Δε θα γράψω άλλο. Πρέπει να ψάξω το τηλέφωνο. Κάπου είναι κρυμμένο και γω θέλω να μιλήσω στη μάνα μου...
Αντίο, χαιρετίσματα από την Πατροπαιδούπολη…

Παναγιώτης Γκούβερης



Vincent van Goh, The Starry Night 



Πώς να κόψει εισιτήρια η ταινία σου - Σινεμά Διάβασες (Επεισοδίο 4)


Πώς να μαγειρέψεις την ταινία σου - Σινεμά Διάβασες; (Επεισόδιο 3)


Πώς να ξεσκονίσεις την ταινία σου - Σινεμά Διάβασες; (Επεισόδιο 2)


Πώς να πείσεις τον δάσκαλό σου να γυρίσετε ταινία - Σινεμά Διάβασες; (Επεισόδιο 1)


Μην κλαις ρε, Γοργόνα! (Απόσπασμα)

Η Ελλάδα φαίνεται πολύ μικρή στο χάρτη. Μια κουτσουλιά. Όχι κουτσουλιά κανενός γύπα ή αετού. Το πολύ πολύ μια κουτσουλιά χελιδονιού είναι η Ελλάδα. Αισθάνομαι τόσο βρώμικος. Η καρδιά μου μυρίζει ψαρίλα.
Ζει ο Βασιλιάς Αλέξανδρος;
Άκου γοργόνα. Δεν ξέρω αν ζει ο αδερφός σου. Αν θέλεις κάνε μια αίτηση στο δημοτολόγιο και θα σου πουν. Μπορεί και να ζει. Μπορεί ο βασιλιάς Αλέξανδρος να είναι συνταξιούχος και ν’ αράζει σε κάνα ψαροχώρι. Μπορεί ο βασιλιάς Αλέξανδρος να τρώει φρέσκια σαρδέλα και να πίνει χύμα ρετσίνα. Πάχυνε ο Βασιλιάς Αλέξανδρος. Είναι και κοντούλης… Δε θα τον γνωρίσεις. Κι αυτός δε θα σε γνωρίσει. Μπορεί να σε περάσει για ορεκτικό. Τι νομίζεις; Κάποια πράγματα έχουν αλλάξει. Κλαίει ο Βασιλιάς Αλέξανδρος. Κλαίει με μαύρο δάκρυ. Τα βράδια που έχει πανσέληνο ο αδελφός σου βάζει τέρμα λαϊκά και κλαίει σε κάποια παραλία. Όλοι ξέρουν πως είναι ο Αλέξανδρος. Μπαρμπ’ Αλέκο θα πουντιάσεις… Νύχτωσε μπαρμπ’ Αλέκο. Θα σου ορμήξουν τίποτα σκυλιά… Έτσι του λένε.
Τα σκυλιά δεν του ορμάνε. Τον αγαπάνε και τον θυμούνται. Κι Αυτόν και τον Οδυσσέα. Κάθονται γύρω του και τον ζεσταίνουν. Δε του ορμάνε. Κι αυτός για αντάλλαγμα τα χτενίζει περίτεχνα. Ξέρει απ’ αυτά. Είναι κοκέτης ο μπαρμπ’ Αλέξανδρος ο Μέγας. Πλεξούδες, χωρίσματα... Ο μπάρμπ’ Αλέξανδρος τα λέει βοστρύχους.
Δεν ήθελα να στο πώ αλλά… Τρεις λογαριασμούς χρωστάει ο Αλέξανδρος. Άμα σου περισσεύουν τίποτα… Κρίμα είναι του κοπεί το ρεύμα. Θα μου πεις βέβαια ότι κατέκτησε όλη την Ασία δίχως την παραμικρή πρίζα ο αδελφός σου. Τώρα είναι αλλιώς γοργόνα. Μη φανταστείς. Σε ένα δώμα μένει με δυο πρίζες . Στη μία βάζει το κινητό και στην άλλη έχει ένα ενυδρείο. Αλήθεια σου λέω. Ένα μικρό ενυδρείο. Δε σ’ έχει ξεχάσει. Έχεις δει άνθρωπο να κοιμάται αγκαλιά με ενυδρείο; Τέτοιος είναι ο αδελφός σου. Δε σ’ έχει ξεχάσει. Θέλεις να του στείλουμε ένα μυνηματάκι; Ένα sms;
Αλέξανδρε κάνε υπομονή, your sister mermaid Ε; Τι λες; Να το στείλω;
Δε το στέλνω ρε γοργόνα. Άλλωστε τα κινητά δεν έχουν περισπωμένες και δασείες. Ο αδελφός σου γοργόνα είναι της παλιάς σχολής. Δεν παντρεύτηκε. Έλεγε, αν δεν παντρευτεί η αδελφή μου εγώ δεν παντρεύομαι. Τον είχε πλευρίσει μια χήρα, μια μπουμπούκα. Του λεγε θα σ’ έχω πασά στα Γιάννενα, παντρέψου με. Δεν του φτάνουν τα Γιάννενα όμως του Αλέξανδρου. Μόνος του έμεινε ο αδελφός σου. Ξεκίνησε το κάπνισμα. Όλο λέει θα το κόψει. Α ρε Αλέξανδρε... Εσύ που έκοβες τους κόμπους… Που σαι ρε Αλέξανδρε;... Να πιούμε έναν καφέ, ένα καφεδάκι με τον Αλέξανδρο, να πούμε τα παλιά. Να μου πεις για τους ελέφαντες… Τον Ξέρξη… Θα 'θελα Αλέξανδρε να μου πεις αν ο Ξέρξης φορούσε σκουλαρίκι στη μύτη... Αν είχε ξυρισμένο μαλλί... Αν ήτανε κακός και άσχημος ρε παιδί μου...
Καημένος ήτανε κι αυτός… Όλους τους γάμησες Αλέξανδρε. Όλους τους γάμησες, αλλά γέρασες ρε συ. Γέρασες σε λάθος χώρα. Είναι δύσκολα τα συνταξιοδοτικά εδώ. Σίγουρα δεν σου φτάνουν τα ένσημά για μια πλήρη σύνταξη. Ίσως έπρεπε να κατακτήσεις κάτι παραπάνω. Έτσι, να κάνεις ένα τσουπ και να κυριεύσεις έστω ένα κομμάτι και της Αμερικής. Θα τα 'χανε ο Κολόμβος. Ίσως τότε σου άξιζε μια σύνταξη καλή. Να χεις για το νοίκι, ρεύμα, νερό, τηλέφωνο... Να 'χεις να βάζεις καμιά κάρτα στο κινητό... Σίγουρα πάντως κοσμοτέ έχεις. Αν δεν έχεις εσύ τότε ποιος έχει;

Εσύ γοργόνα; Πώς περνάς εσύ; Πότε θα κάνεις τη ζωή σου; Πότε θα βγάλεις πόδια; Δε βαρέθηκες να μυρίζεις ψαρίλα; Δε βαρέθηκες να τριγυρνάς στα βοθρόνερα; Είσαι ακόμα νόστιμη. Ξέρω πολλούς που θα 'θελαν να σε γνωρίσουν. Έτσι είναι αυτά γοργόνα. Η ζωή είναι δύσκολη. Θέλει θυσίες. Κακά τα ψέματα, στις μέρες μας είτε είσαι γοργόνα είτε κένταυρος, είτε ταυροκαθάψιο δεν έχεις μέλλον. Πρέπει να γίνεις άνθρωπος γοργόνα. Να σε κάνουμε γκομενάκι. Θα βγάλεις και μια πράσινη κάρτα. Ένα δυο χρόνια θα παιδευτείς. Μόνο μην το μάθει ο Αλέξανδρος. Βγάλε πόδια εσύ και βλέπουμε. Θα το κανονίσουμε. 

Το δάκρυ της φάλαινας



                                             Μια συνθετική μου απόπειρα...

whale with baby whale, Matt Sessow








Μην κλαις ρε, Γοργόνα! Κριτική από τον Κώστα Θερμογιάννη (tovivlionet)

Αν κάτι θα μπορούσε να χαρακτηρίσει αυτό το βιβλίο είναι η δηκτικότητα με την οποία αντιμετωπίζει και περιγράφει την εποχή μας αλλά και το σύγχρονο άνθρωπο! Πολύ μεγάλες δόσεις έξυπνου χιούμορ, το οποίο όμως προκύπτει μέσα από βαθιά γνώση της κοινωνίας, δένουν άρτια με τις έξυπνα καμουφλαρισμένες φιλοσοφικές αναφορές του Παναγιώτη Γκούβερη και δίνουν ένα εκπληκτικό σύνολο τις εφτά ιστορίες που απαρτίζουν το βιβλίο.
   Ο συγγραφέας δεν στέκεται στην επιφάνεια των πραγμάτων, δεν αρκείται να περιγράψει απλώς και μόνο όσα βιώνει ο πολίτης αυτής της χώρας σήμερα. Αντίθετα κάνει μια εξαιρετική ενδοσκόπηση στο βάθος και στην ουσία, αγγίζοντας τη φιλοσοφία, την ψυχολογία αλλά και την κοινωνιολογία με την πένα του, χωρίς ούτε μία στιγμή να χαρίζεται ούτε στον εαυτό του αλλά ούτε και στον αναγνώστη.
   Αν και δεν συνηθίζουμε σε περιπτώσεις που σε ένα βιβλίο υπάρχουν πολλές ιστορίες να σχολιάζουμε κάποια από αυτές, τούτη τη φορά θα κάνουμε εξαίρεση! Η ομώνυμη με τον τίτλο του βιβλίου ιστορία, που είναι και η πρώτη στη σειρά, είναι ένα κείμενο που δε θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε αλλιώς παρά μόνο ως εκπληκτικό! Μέσα στην αλληγορία του αλλά και την έντονη δηκτικότητά του, ο Παναγιώτης Γκούβερης έχει καταφέρει να κλείσει τον ψυχισμό του σύγχρονου Έλληνα, καταγράφοντας τα καλώς αλλά κυρίως τα κακώς κείμενα στον τρόπο με τον οποίο σκέφτεται κι ενεργεί. Οι πολυσχιδείς αναφορές του, που πάνε κι έρχονται ανάμεσα σε ιστορικά πρόσωπα, τα οποία ως πρότυπα ο συγγραφέας τα έχει απομυθοποιήσει και τα έχει καταστήσει απλούς ανθρώπους με βάσανα και ελαττώματα στα μάτια του αναγνώστη, σε συνδυασμό με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση δίνουν ένα εξαίσιο αποτέλεσμα – καταγραφή του σήμερα. Όποιος μελετήσει σε βάθος αυτό το κείμενο θα μπει στη θέση του αφηγητή, θα νιώσει από τη μια απολογούμενος κι από την άλλη απογοητευμένος, όμως, η πένα του συγγραφέα δεν θα αφήσει στον αναγνώστη έντονα τη γεύση της πίκρας, ήδη ο τρόπος της αφήγησης έχει από μόνος τους έντεχνα κρυμμένη κάπου ανάμεσα στις γραμμές, την ελπίδα!
   Θα θέλαμε να κάνουμε αναφορά σε όλες τις ιστορίες, αλλά θα μακρηγορούσαμε εις βάρος αυτού του άρθρου που σκοπό έχει να δώσει στον αναγνώστη του τις γενικές μας εντυπώσεις από αυτό το καλογραμμένο βιβλίο. Η γλώσσα του Παναγιώτη Γκούβερη τρέχει, θαρρείς και θέλει να τρέξει σε αγώνες, δεν υπάρχουν κοιλιές στο κείμενο ούτε σημεία που κουράζουν. Οι περιγραφές του είναι έντονα θεατρικές κι εξόχως παραστατικές. Δε διστάζει σε ορισμένα σημεία να γίνει αθυρόστομος για να τονίσει το σκεπτικό του και να δραματοποιήσει τις καταστάσεις που περιγράφει. Ως σύνολο, το βιβλίο «Μην κλαις, ρε Γοργόνα!» είναι ένα από τα πιο ωραία που έχουμε διαβάσει ενώ έχει τη γνωστή εξαιρετική ποιότητα των εκδόσεων Γαβριηλίδη. Αναμένουμε ανυπόμονα τη συγγραφική συνέχεια του Παναγιώτη Γκούβερη!

https://tovivlio.net

Κουνέλι ανά χείρας

Πότε εδώ και πότε εκεί. Και λίγο περισσότερο εκεί. Αυτή τη ζωή έφτιαχνε ο Νικολής. Καθημερινές έλεγαν τις μέρες όπου απολάμβανε τον ύπνο του εις την μητρική στέγην και ΠΣΚ ονομάτιζε τα ημερονύκτια όπου και ξαπόσταινε εις την πατρικήν. Και είχε γονείς περήφανους με κομπορρημοσύνη που εκατάφεραν παρά τον χωρισμό τους και παρά τις απιστίες τους να μοιράσουν με κάποια ισομέρεια τον υιό.
Και όλα εγίνηκαν έτσι στο παιδί, περίεργα φτιάχτηκαν, σε σημείο που όταν θρηνούσε ο μικρός για πράγματα απλά και εφόσον ήταν παραπλεύρως της μητέρας έκλαιγε περισσότερο ο δεξιός του οφθαλμός, όταν δε σιμά του πατέρα έκλαιγε ο άλλος οφθαλμός σειρά του. Άλλοτε δεξιόθρηνος άλλοτε και ζερβός.
Και ποιήματα έλεγε ο Νικόλης – ιδίως τα Χριστούγεννα ήτο παιδάκι μόνο – εις τας σχολικάς ανιαράς εορτάς και έχαιρε την παρουσία αμφότερων γονέων. Η μήτηρ του εις την δεξιά μεριά και έμπροσθεν του αμφιθεάτρου, ο δε άλλος γονέας εις την διαγώνιο, αριστερά και όπισθεν. Και έκραζε μετά την τελευταία συλλαβή του ποιήματος η μήτηρ “Μπράβο Μπράβο εδώ κοίτα εδώ “ και άστραφτε το μητρικό φλας και έκραζε και ο πατέρας, με κάποιο φλας και αυτός, από τα οπίσω και όλο πλαγιαστός και πλαγιοκοπημένος έβγαινε στις φωτογραφίες ο Νικολής.
Οι γονείς του Νικολή είχαν χρόνια να αγγίξουν μεταξύ τους. Χειραψίες δεν κάναν και όταν παρέδιδαν την τσάντα – “Να η τσάντα να κάνει το φυλλάδιο¨ – μεριμνούσαν ώστε να μην παρασταθούν ταυτόχρονα τα χέρια στη λαβή. Έπεφτε η τσάντα που και πού και ολίγον γίνοντο περίεργα τσαλακωμένα τετράδια και βιβλία του Νικολή θύματα και τούτα των ανέγγιχτων γονέων.
Και όλα αυτά – καημένο παιδί – τον πείραζαν τον Νικολή και ένοιωθε μια κίνηση να τον διακατέχει. Αυτά δεν συνηθίζονται ποτέ και αν δεν αλλάξουν…
Ο Νικολής είχε στην κατοχή του ένα κουνέλι. Όχι ένα, πολλά είχε ο Νικολής και άπαντα πλήν του πλέον πρόσφατου ήτο πλέον νεκρά. Εις την αρχή των πραγμάτων ο Νικολής συνήθιζε να αντικαθιστά τον έκαστο νεκροκούνελο με νέο τουλάχιστον ιδίου χρώματος – αν όχι και ιδίου αναστήματος – ωστόσο ο καιρός πέρασε και ανάλογοι εικαστικοί καταναγκασμοί εξέλειψαν από το παιδί. Πότε έπεφτε εις την γαβάθα του ασανσέρ το τρωκτικό πότε σφήνωνε οπίσω από τρεμάμενο πλυντήριο πότε ευρισκόταν σε κάνα υψηλό κλαδί, εν τέλει το ζωντανό υπό συνθήκες όχι άδολες κατέληγε νεκρό. Είναι τα κουνέλια τέτοια ζωντανά που για λόγους άγνωστους ματώνουν λίγο εις την κοίμηση τους, ίσως μια κηλίδα εκ της ρινικής τους οπής, ίσως κανένα δόντι – από τα δύο – εθρυμματίζετο, μέχρις εκεί. Η οικεία φιλοζωική εταιρεία εγνώριζε το δράμα των ομοιαζόντων με λαγό ζωντανών εις τις δύο γονεϊκές γειτονιές όμως σημασία δεν εφιστούσε καθότι το βάρος της προσοχής της κατείχε αποκλειστικώς η διάσωση αδέσποτων κυνών και επαναληπτικών χελωνών.
Ήτο λοιπόν τα πασχάλια αυτά ζώα χρήσιμα για λόγους όχι έναν εις τον Νικολή. Εις εξ αυτών ήταν ο θάνατός τους άλλος δε, ήταν να τα χαϊδεύει να τα φιλά και να τα μουσουδιάζει κατά τη διάρκεια παράδοσης – παραλαβής του από τον ένα γονέα εις τον άλλο. Διότι πράγματι οι γονείς την ώρα αυτή απασχολούντο με τη λαβή της τσάντας ωστόσο ο Νικολής – άλλωστε δεν αγαπούσε τα μαθήματα – απαιτούσε ένα δικαίωμα απτικό προς το κουνέλι του.
Και λίγος καιρός πέρασε όμως έτσι ψηλώνουν τα παιδιά εντός ολίγου, να σου και ο Νικολής ένα σαρανταεπτά να σου και ο Νικολής παπούτσι τριανταοκτώ να σου και ο Νικολής χωρίς κουνέλι.
Διότι φέρουν μια φήμη τα κουνέλια κατάλληλη για νήπια ίσως και νεανίσκους πρώτης ηλικίας σχολικής όμως μετά το τρίτο σκαλοπάτι του Δημοτικού χάνουν την αίγλη και την καταλληλότητά τους.
Και ένας εκνευρισμός πλέον διήρχετο το σώμα του Νικολή όταν πλησίαζε η ώρα παράδοσης-παραλαβής, δίχως κουνέλι ανά χείρας και ολίγον αποζητούσε περίεργα ατυχήματα αυτήν την ώρα. Και ευχόταν ο Νικολής να στασιάσει ο ανελκυστήρ την ώρα εκείνη ή τέλος πάντων διέσχιζε τους δρόμους με ολίγη προσοχή και εξέρχετο από το όχημα του γονέα παραδότη δίχως την πρέπουσα αντίληψη.
Και ο Νικολής δίχως κουνέλι ψηλός και αδέξιος εγέμισε μέλανους καθότι συχνά πλέον σκόνταπτε, συχνά επέρναγαν ξυστά αμάξια και ουδόλως του έλεγε κανείς να φορεί τη ζώνη του συνοδηγού. Κουράστηκαν και οι γονείς αμφότεροι που γέννησαν κάποτε υιό, σύναψαν και δεσμούς, προχώρησε η ζωή και στα μάτια τους ο Νικολής δεν ήτο ένα πλέον ύψος αλλά ήτο πλέον ένα βάρος. Με τον καιρό ξέφτισε και η ώρα παράδοσης παραλαβής, παρεδόθησαν δύο μπρελόκ εις το παιδί μετά μητρικών και πατρικών κλείδων και του εμήνυσαν ότι πλέον μπορεί να διαμένει όποτε και όπου θέλει αρκεί να ειδοποιεί.
Και έτσι ο Νικολής γυρνούσε, ήτο συνήθως αχτένιστο παιδί, έπινε νερό εις τις πλατείες με βρυσούλες, έτρωγε σάντουιτς από οικείο γοργορεστοράν το οποίο και επλήρωνε μετά εις εκ των γονέων και – έτσι για να θυμάται – κουβαλούσε επί των ώμων το σχολικό σακίδιο.
Ήρθε το καλοκαίρι και έπειτα από την σχολική εορτή – δίχως πλέον κανέναν γονέα να τον πλαγιοκοπά – το αγόρι έπιασε μια λύπη καθότι τούτος και τούτη που τον γέννησαν είχαν εκκινήσει τις προβλεπόμενες διακοπές θέρους δίχως να τον σκεφτούν. Και η μάνα – να σου πετύχει – ήλπιζε πως το παιδί θα έμενε εις τον πατέρα του, και κάτι τέτοια αντίστοιχα ήλπιζε και ο πατέρας.
Και ο Νικολής έφαγε ένα σάντουιτς, έκανε και ένα λούσιμο στη μητρική οικία έκανε και έναν ύπνο τον μεσημεριανό στην πατρική και εκάθησε ενώπιον μιας τηλεόρασης μαύρης ψηλής να βλέπει πότε αθλητικά, πότε για τις ζωές των ζώων, πότε κάτι χαλιά να πλουμίζονται, έβρισκε μια παρηγοριά. Και ύστερα ο Νικολής δεν πεινούσε, δεν νύσταζε ήτανε καθαρός και ένοιωσε μια νοσταλγία για τίποτα κουνέλια.
Την ημέρα εκείνη το παιδί φόρεσε λευκά ημίμποτα των οποίων και τα σχοινιά ήταν λευκά. Και ύστερα φόρεσε καπέλο λευκό ανεστραμμένο και πανωφόρι του οποίου τα πούπουλα προφανώς και αυτά λευκά ήταν ωστόσο αναποτελεσματικά.
Ολίγο προτού εξέλθει από την οικία έριξε έναν χορό και αν είχαν οι χοροί χρώματα και αυτόν λευκό θα τον κατέτασσα πάραυτα. Εντός του ανελκυστήρος ο χορός εσυνεχίσθη μέχρι ψηλά, είναι ωραίο να χορεύεις στις ταράτσες. Και μπήκε μια ιδέα ανίκητη στο Νικολή να χορέψει μ’ ένα πήδο τελευταίο έως την διπλανή ταράτσα, όμως – η αλήθεια να λέγεται- το παιδί δεν εχρησιμοποίησε όλη του τη ρώμη και όλη του την απόφαση σε αυτό τον τελευταίο πήδο ο οποίος και απέτυχε παταγωδώς.
Εις την κάθοδο του Νικολή του μπήκε μια άλλη ιδέα ανίκητη και ένοιωσε έναν ανίκητο σπασμό στη μύτη του τον οποίο πρόλαβε να πραγματώσει μία ίσως και δύο φορές. Και κατά τρόπο τέτοιο πρώτα η μύτη ύστερα το υπόλοιπο παιδί κουνέλιασε.

Παναγιώτης Γκούβερης
(πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ)






The rabbit, Eduard Manet, 1866