Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2020

Συνέντευξη στη Χρυσάνθη Ιακώβου

Ο Παναγιώτης Γκούβερης είναι φρέσκος ακόμα στα λογοτεχνικά πράγματα: εξέδωσε μόλις πριν λίγους μήνες το πρώτο του βιβλίο (με τον εντυπωσιακό τίτλο "Μην κλαις, ρε Γοργόνα!") από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδης. Στο πρώτο του αυτό λογοτεχνικό βήμα, το οποίο μας προϊδεάζει για μια ελπιδοφόρα συνέχεια, ο Γκούβερης μας δίνει μια εικόνα της σύγχρονης Ελλάδας μέσα από εφτά θεατρικούς μονόλογους. Το βιβλίο δεν επιδιώκει να παρουσιάσει τα κακώς κείμενα της κρίσης, ούτε να δώσει λύσεις ούτε και να κατηγορήσει κανέναν: το μόνο που θέλει είναι να αφήσει τους ήρωες του να μιλήσουν. Είναι εντυπωσιακό το πόσο καθημερινοί τύποι είναι οι ήρωες των μονολόγων, το πόσο θα μπορούσαμε να είμαστε κάλλιστα εμείς στη θέση τους. Προσωπικές αποτυχίες, λάθος αποφάσεις, διαψευσμένες προσδοκίες, οι ήρωες βρίσκονται αντιμέτωποι με ανυπέρβλητες δυσκολίες και μοιάζουν να μην έχουν άλλο καταφύγιο παρά τον μονόλογό τους αυτό. Άλλοτε σε πρώτο πλάνο και άλλοτε στο φόντο, η Ελλάδα της κρίσης -με όλα τα προβλήματα και τις ανατροπές που έφερε- είναι συνεχώς παρούσα. Οι ήρωες αναζητούν διακαώς μια λύτρωση, η οποία όμως και μένει μετέωρη, μοιάζει να μην έρχεται: έρχεται ωστόσο για τους αναγνώστες / θεατές. Με γλώσσα απλή, λόγο άμεσο και εύστοχο και χωρίς προσπάθειες εντυπωσιασμού, το βιβλίο του Παναγιώτη Γκούβερη πετυχαίνει με έναν τρόπο ήρεμο και αθόρυβο το στόχο του: να προβληματίσει, να θέσει ερωτήματα, να δώσει ένα στίγμα για τους ανθρώπους της Ελλάδας του σήμερα.


Οι θεατρικοί σας μονόλογοι θα μπορούσαν κάλλιστα να σταθούν και ως διηγήματα. Γιατί θέατρο λοιπόν;
Έχω εθιστεί στη θεατρική γραφή. Το 2013 ο Παναγιώτης Μέντης σκηνοθέτησε έναν μονόλογό μου. Ήταν μια εμπειρία μαγική, ένα δώρο ζωής για μένα. Να βλέπεις όλα τούτα που μέχρι πρότινος ήταν βαθιά στο νου σου να στέκονται και να κινούνται πάνω στο σανίδι! Ένοιωσα γεννήτορας. Με τους μονολόγους νιώθω ότι γκρεμίζω και χτίζω κόσμους, γειτονιές, αυλές… Το βιβλίο της "Γοργόνας" αυτό είναι, ένα κάλεσμα σε μια γειτονιά ηρώων και αντιηρώων. Ένα θεατρικό μυθιστόρημα.

Οι ήρωες σας είναι βαθύτατα πληγωμένοι, τσακισμένοι θα έλεγα, τόσο από τους προσωπικούς τους δαίμονες όσο και από τα προβλήματα της ζωής και εσείς τους παρουσιάζετε χωρίς καμιά προσπάθεια ωραιοποίησης. Με ποιον τρόπο σκιαγραφείτε τους ήρωες σας;
Οι ήρωες μου ελπίζουν. Πονάνε, θρηνούν, νοσταλγούν, αλλά στο τέλος ελπίζουν και αντέχουν όλα τα δεινά τους, όχι όμως αγόγγυστα. Τους δίνω ένα δικαίωμα στη διαμαρτυρία. Κάθε μέρα στη δουλειά μου στέκομαι δίπλα σε ανθρώπους με αναπηρία, κάποιοι από αυτούς στερήθηκαν το χάρισμα του λόγου. Στο βιβλίο δίνω το λόγο, τους λέω τώρα είναι η σειρά σας. Ακούμε ένα αυτιστικό παιδί, έναν νεαρό που μοιράζει φυλλάδια, έναν διαζευγμένο που προσπαθεί να δει το παιδί του… Ανθρώπους που είναι καταδικασμένοι στη σιωπή της καθημερινότητας.

Σε όλα σας τα κείμενα είναι πολύ έντονος ο προβληματισμός για την κρίση, για το προσφυγικό και για τα κακώς κείμενα της σύγχρονης Ελλάδας. Τι θέλετε να εκφράσετε μέσω του βιβλίου σας;
Το βιβλίο το έγραψα την τελευταία πενταετία, τον καιρό της κρίσης. Δεν ήθελα να γράψω για την κρίση, ούτε για την Ελλάδα, ωστόσο όλοι οι ήρωες απέκτησαν μια "ανυπόφορη Ελληνικότητα" μια υπηκοότητα δύσκολη και αδυσώπητη την οποία προσπαθούν να απεκδυθούν. Ο κάθε ήρωας κατηγορεί και απολογείται ταυτόχρονα. Αυτό ίσως είναι κάτι που επεδίωξα, να καταδείξω πως στις εποχές κλονισμού όλοι είμαστε θύτες και θύματα την ίδια στιγμή.

Το βιβλίο σας είναι σκληρό, με την έννοια ότι οι ήρωες έρχονται αντιμέτωποι με πολύ δύσκολες καταστάσεις. Κρύβει αυτό μια απαισιοδοξία από πλευράς σας για όσα άσχημα συμβαίνουν γύρω μας ή όχι;
Όταν με πιάνει στεναχώρια και απελπισία διαβάζω έναν μονόλογο της "Γοργόνας" και ανακουφίζομαι. Για μένα τούτο το βιβλίο κουβαλάει μια δακρυσμένη ελπίδα, το χρησιμοποιώ ως αναγνωστικό αποκούμπι. Η κρίση όλα τα έχει κάνει ανεξήγητα και αβέβαια. Δεν ξέρω πού θα πάει όλο αυτό, ωστόσο δε με φοβίζει. Με θλίβει, αλλά δε με φοβίζει.

Το θέατρο στην Ελλάδα του 2017: τι ζητάνε οι θεατές; Ποια έργα βρίσκουν ανταπόκριση; Ποια θέση ελπίζετε να λάβει και το δικό σας έργο;

Οι θεατές ζητάνε λύτρωση. Ζητάνε καταφύγια και εκδικήσεις και το θέατρο μπορεί να τους τα προσφέρει. Ωστόσο το σύγχρονο ελληνικό έργο δεν έχει βρει ακόμα εύκολες διεξόδους προς το κοινό. Είναι επείγουσα ανάγκη να δοθεί βήμα στους θεατρικούς συγγραφείς που ζούνε δίπλα μας, είναι ανάγκη και οι κρατικές, αλλά και οι ελεύθερες σκηνές να γίνουν πιο τολμηρές, να απεγκλωβιστούν από την πεπατημένη. Μας το χρωστάνε.

Ετοιμάζετε κάτι άλλο αυτόν τον καιρό; Πού θα σας συναντήσουμε λογοτεχνικά στο άμεσο μέλλον;
Έχω ολοκληρώσει έναν τόμο διηγημάτων και μονολόγων, τον οποίο θέλω να κρατήσω λίγο ακόμα στο συρτάρι… Πρόσφατα ο μονόλογος μου "Φυλλάδια αντί Στεφάνων" διακρίθηκε στα κρατικά βραβεία συγγραφής θεατρικού έργου. Αναφέρεται στον καθημερινό Γολγοθά ενός νέου που μοιράζει φυλλάδια στους δρόμους της Θεσσαλονίκης. Το κείμενο θα το συναντήσετε στις σελίδες της "Γοργόνας", ευελπιστώ σύντομα να βρει το δρόμο του προς τη σκηνή.




Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2020

Συνέντευξη στο δημοσιογράφο Νίκο Μόσχοβο και στον «Τυπολόγο»


Η οικονομική κρίση διέλυσε κυριολεκτικά την ελληνική οικογένεια ή την «έδεσε» περισσότερο;
Ξέρεις, πια τα ζευγάρια δεν έχουν λεφτά ούτε για να χωρίσουν, ούτε για να παντρευτούν. Όλα στο περίπου. Περίπου παντρεμένοι, περίπου χωρισμένοι, περίπου αγαπημένοι. Μια νύστα ρε παιδί μου. Λες και απλώθηκε ένα απέραντο χασμουρητό στον τρόπο που αγαπιόμαστε.

Ποια αληθινά περιστατικά αποτέλεσαν την πηγή έμπνευσης για το έργο «Μην Κλαις Ρε Γοργόνα»;
Γράφω στη “γοργόνα” για ένα νέο που μοιράζει φυλλάδια, και έναν καπεταναίο που μοιράζει προσφυγόπουλα. Εγώ μια ζωή δάσκαλος ήμουν, ούτε ντελιβεράς, ούτε καμαρότος ούτε πλοίαρχος. Όμως ξέρεις, μες την κρίση νιώθεις μια υποχρέωση να γράψεις για τον άλλο. Όταν βλέπω ένα ντελιβερά ντρέπομαι να τον κοιτάξω στα μάτια. Κοιτάω τα χέρια του, τις σακούλες που βαστάει. Ε... είναι η γοργόνα η δική μου απολογία στον ντελιβερά, τον “άγνωστο” ντελιβερά.

«Σε κάθε κρίση τα θέματα είναι πολύ πιο περίπλοκα απ’ ό,τι αφήνουν στο κοινό να μάθει», έχει πει ο Βρετανός συγγραφέας John Le Carré. Και αν το κοινό δε θέλει πραγματικά να μάθει;

Δε με νοιάζει τι θα μάθει το κοινό. Δεν μπορώ να εξηγήσω ή να διδάξω το παραμικρό, νιώθω πραγματικά “αδιάβαστος”. Θέλω όμως ρε παιδί μου αυτό... το κοινό δάκρυ. Έτσι, εκεί, στην πλατεία του θεάτρου θέλω για μια στιγμή ν’ ακούσω το δάκρυ τους μαζί με το δικό μου. Πολλά ζητάω, το ξέρω.

Η Γοργόνα είναι μυθικό πρόσωπο, που συμβολίζει πολλά πράγματα. Για το συγγραφέα Παναγιώτη Γκούβερη τι σημαίνει η δική του, γοργόνα;
Όταν κοιμάμαι, λίγο πριν με πάρει ο ύπνος λέω “πού θα μου πας ρε γοργόνα, σήμερα θα σ’ ονειρευτώ!”. Έχω δυο χρόνια που την έγραψα, όμως ακόμα να την ονειρευτώ. Το άπιαστο όνειρο λοιπόν. Τούτο που μάλλον δεν υπάρχει και μάλλον είμαστε ανάξιοι να το ονειρευτούμε. Αυτό είναι η γοργόνα στη δικιά μου τη ζωή.

«Όταν γράφεις για ανθρώπους, που μοιράζουν φυλλάδια, για γοργόνες με πληγωμένες ουρές και για μουλιασμένα κόκκινα παιδικά μπουφάν τα δάχτυλά σου, ντρέπονται, μουδιάζουν». Τις πληγές αυτών των παιδιών ποιος, άραγε, θα ανακουφίσει;
Εμείς, εδώ και τώρα! Ο καθένας μας με τα δικά του χέρια, τα δικά του δάχτυλα το δικό του πορτοφόλι και την δική του καρδιά. Ότι μπορεί ο καθένας. Ας δώσουμε έναν δυο χτύπους από την καρδιά μας ο καθένας. Δε θα πάθουμε και τίποτα.

Ζείτε στις Σέρρες. Πως βιώσατε ο ίδιος αυτή την οικονομική κρίση μέσα στην κοινωνία μιας επαρχιακής πόλης;

Εγώ πια όταν βγαίνω απ’ το σπίτι, βάζω δυο ευρώ στην τσέπη και νιώθω εντάξει. Παλιά είχα ανάγκη το εικοσαευρώ μου. Τώρα κέρματα, μονάχα κέρματα. Σαν κουδουνίστρα ένα πράμα.

«Οδηγούμεθα σε μια κατάσταση Νοτίου Αμερικής. Ευτυχώς: ήλιος, μπανάνες, σάμπα και μαράκες» , αυτοσαρκάζει ο Ιταλός Francesco Tullio Altan από τη δεκαετία του 1980 ακόμα. Άραγε, το χιούμορ μπορεί να είναι και προφητικό;
Είναι χρησμός το χιούμορ, μαντεψιά. Ίσως η κωμωδία του σήμερα μας δείχνει την τραγωδία του αύριο. Ίσως.

Συμφωνείτε με την άποψη ότι με ένα χιουμοριστικό κείμενο μπορεί να μιλήσει κανείς για τα πιο τραγικά πράγματα, γιατί το κοινό δε θα άντεχε αλλιώς να τα βιώσει;
Όταν έγραφα τη γοργόνα δάκρυζα. Πληκτρολογούσα και δάκρυζα. Μετά, όταν τη διάβαζα γελούσα, υπήρχαν στιγμές που γελούσα με την καρδιά μου. Ξέρεις περιμένω στην πρεμιέρα να δω ποιος θα γελάει και ποιος θα δακρύζει με την ίδια ατάκα. Τώρα για να έρθω στην ερώτησή σου Νίκο... το κοινό αντέχει, αντέχει και περιμένει από σένα. Το θέμα είναι ν’ αντέχουν και τα δάχτυλά σου να γράψουν. Πότε, πότε μουδιάζουν, ντρέπονται κι αυτά.

Η ζωή είναι η πιο μεγάλη σκηνή με τους ίδιους τους ανθρώπους πρωταγωνιστές. Στο Αιγαίο χάθηκαν τόσες παιδικές ψυχές. Όταν γράφατε, θα πρέπει να υπήρξε στιγμή, που να αισθανθήκατε τόσο πολύ πόνο. Πόση δύναμη θα έχει κανείς να γράψει, όταν δακρύζει;

Το δύσκολο είναι να γράφεις στεγνός. Δίχως χαρτομάντηλο και δάκρυα. Άμα δακρύζω ξέρω πως κάτι καλό γίνεται. Όμως ντρέπομαι. Λέω … “εσύ γράφεις και ο άλλος διψά, πεινά, πνίγεται”. Τι να σου κάνουν και οι λέξεις... τι να σου κάνουν και τα δωρεάν τα δάκρυα...

Ποια φράση του έργου νομίζετε πως αφήνει την ελπίδα να ανθίσει ξανά;
Ο τίτλος φυσικά, με ένα δυο θαυμαστικά παραπάνω “Μην κλαις, ρε Γοργόνα!!!”

Πως θα βλέπατε την ιδέα να ανεβεί το έργο αυτό κάποτε σε μια φυσική παραλία του Αιγαίου;
Ξέρεις, εγώ για το Αιγαίο ήδη έχω πει τη γνώμη μου στο βιβλίο. Όλο μπετόν! Να ρίξουμε σ’ όλο το πέλαγος μπετόν, να πάψουν οι πνιγμοί. Να το περπατάμε ρε γαμώτο το Αιγαίο, να μην το κολυμπάμε. Βαρέθηκα τις πολλές ακρογιαλιές. Αρκετή ηλιοθεραπεία έκανε τούτη η χώρα. Θα προτιμούσα λοιπόν η “γοργόνα” να παιχτεί σ’ ένα πεζοδρόμιο ή σε κάνα πανηγύρι, τίποτα τέτοια μ’ αρέσουν.

Γιατί επιλέξατε να επικεντρωθείτε στους διανεμητές φυλλαδίων κι όχι στους ανθρώπους, που σκαλίζουν τα σκουπίδια;
Εντάξει θα το πω αν και δεν ήθελα. Μένω σε μια πολυκατοικία παλιά, στον ημιώροφο μένω. Η ταράτσα βλέπει στο γήπεδο του Πανσερραϊκού. Τις Κυριακές βλέπουμε τζάμπα ποδόσφαιρο απ’ τα ψηλά. Πότε πότε έρχονταν και τίποτα φυλλάδιοι, διανεμητές να ξεκουραστούν κάνα μισάωρο να δουν λίγο μπαλίτσα. Ήθελαν το δικαίωμα τους στην ταράτσα. Όμως εμείς την κλειδώσαμε. Κλειδώσαμε την ταράτσα, τη θέλαμε μόνο δικιά μας! Τέτοιοι είμαστε ώρες ώρες. Δεν αντέχουμε ο διανεμητής να βλέπει στην ταράτσα μας ποδόσφαιρο. Τέτοιοι είμαστε, τέτοια έγραψα και γω.

Το πρόσωπο του Ψαρά τι συμβολίζει κατά εσάς στη σύγχρονη Ελληνική κοινωνία;
Ο ψαράς είμαι εγώ και συ και όλοι μας. Ζούμε με την ελπίδα της τσιπούρας, αλλά τα δίχτυα μας είναι γεμάτα σαρδέλες.

Σας δίνω τρεις λέξεις: Γέλιο, δράμα, ζωή απαντήστε αντίστοιχα με τρεις φράσεις των τριών προσώπων του έργου.
Κάτσε να θυμηθώ...
Γέλιο: Παστουρμάς έγινε ο Βουκεφάλας ρε Γοργόνα! 25 Ευρώ το κιλό ο Βουκεφάλας σου!
Δάκρυ: 2,90 την ώρα παίρνω. Πόσες ώρες πρέπει να ζήσω για να πλουτίσω ρε γαμώτο!
Ζωή: Όλο μπετόν ρε Γοργόνα! Και γω να ήμουν σταθμάρχης, σε κάποιο Αιγαιοπελαγίτικο σιδηροδρομικό σταθμό. 


Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2020

Ευθύμιος Ιωαννίδης για την παράσταση "Μην κλαις, ρε Γοργόνα!"

Ξεχωριστή το δίχως άλλο θα χαρακτήριζα την παράσταση "Μην κλαις ρε γοργόνα" σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Κωνσταντινίδη! Η παράσταση αποτελεί ουσιαστικά θεατρική μεταφορά δύο διηγημάτων του Παναγιώτη Γκούβερη από τη συλλογή των διηγημάτων του τα οποία φέρουν τον ομώνυμο τίτλο! Ο Δημήτρης ο οποίος επιμελήθηκε τη δραματουργική επεξεργασία των διηγημάτων, είδε σε αυτά τη μιζέρια, την εξαθλίωση, την καταφυγή στη στείρα ονειροπόληση και στην παραίσθηση που προσφέρει απλόχερα ο καπιταλισμός! Η σκηνοθετική προσέγγιση προσιδιάζει πλήρως στις αρχές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, δοσμένες, ωστόσο, υπόρρητα και όχι απροκάλυπτα! Η σκηνοθετική αυτή επιλογή δεν έγινε δυστυχώς πλήρως κατανοητή με αποτέλεσμα το κοινό να εκδηλώσει αθέμιτες και αναγωγες εν γένει συμπεριφορές! Οι ερμηνείες των τριων ηθοποιών ήταν πειστικές και ενδιαφέρουσες, η μουσική επιλογή εξαίσια, τα σκηνικά μινιμαλιστικά, αλλά εύστοχα και οι φωτισμοί επέτειναν τη σκηνοθετική επιλογή να δώσει ένα υποβλητικό ζοφερό κλίμα. Τα μηνύματα του έργου είναι σπουδαία και επίκαιρα. Πρόκειται εν ολίγοις για μια παράσταση όχι εύκολη, όχι τόσο ευνόητη, εγγεγραμμένη ωστόσο στο αδιαμφισβήτητα τολμηρό σκηνοθετικό όραμα.

(Δημοσίευση Facebook 5.11.2019)


επικοινωνία


Παναγιώτης Γκούβερης


panagiotisgkouveris@gmail.com


τηλέφωνο 
6973410202

διεύθυνση
Ραιδεστού 36 
ΤΚ. 62100
Σέρρες


Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2020

Δια Ταύτα


Η Χλόη Κουτσουμπέλη για το "Μην κλαις, ρε Γοργόνα!"

Διαβάζοντας ξανά το βιβλίο του Παναγιώτη Γκούβερη ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ ΡΕ ΓΟΡΓΟΝΑ! εκδόσεις Γαβριηλίδης 2017 σκεφτόμουν πως με το ανατρεπτικό χιούμορ μπορεί να ειπωθούν τα πιο φριχτά πράγματα που αλλιώς θα ακούγονταν μελό και κοινότοπα, ενώ έτσι η στιλπνότητα της αιχμής τους σε διαπερνά ως το κόκκαλο. Συγκεκριμένα στις σελίδες 11-12
"Εσύ Γοργόνα; Πώς περνάς εσύ; Πότε θα κάνεις την ζωή σου; Πότε θα βγάλεις πόδια; Δεν βαρέθηκες να μυρίζεις ψαρίλα;
....
Κακά τα ψέματα, στις μέρες μας είτε είσαι γοργόνα, είτε Κένταυρος είτε ταυροκαθάψιο, δεν έχεις μέλλον.
......
Γέμισε το Αιγαίο σκισμένα φουσκωτά, ρε Γοργόνα. Εκεί στον βυθό δεν ακούς τίποτα κλάματα; Τίποτα μαντήλια και μακριά φουστάνια, φουστανάκια; Αυτά δεν τα βλέπεις; Μόνο για τον Αλέξανδρο, ρε γοργόνα; Για τους άλλους; Για τον Αιλάν, για την Αντίλ, για τον Σαούλ, τίποτα, ρε Γοργόνα; Εκεί...κολλημένη στον Αλέξανδρο;
Μίκρυνε ο κόσμος, Γοργόνα. Μίκρυναν οι νεκροί μας. Τριών, τεσσάρων, πέντε χρόνων παιδιά, αυτά πνίγονται τώρα. Πάει η μόδα με τους πνιγμένους ναυτικούς σου. Τώρα είναι η εποχή των πνιγμένων προσφυγόπουλων. Είσαι ντεμοντέ, Γοργόνα. Η ουρά σου είναι πια ρετρό. Κανείς δεν σε φοβάται. Ούτε εσένα ούτε τον αδελφό σου.
Ξέρεις τι τον κάνανε τον Βουκεφάλα; Δεν ήθελα να σ΄το πω. Παστουρμάς ρε Γοργόνα έγινε ο Βουκεφάλας..."

(Δημοσίευση facebook 17.9.2019)


Η Κούλα Αδαλόγλου για το "Μην κλαις, ρε Γοργόνα!"

Με όπλο τη γλώσσα. Μια γραφή κοφτή και κοφτερή.
Ακόμα κι όταν είναι «πλαστελίνη που δακρύζει».
Οι πληροφορίες δίνονται και αναιρούνται. Για να μεταβληθούν και να ανασκευαστούν στη συνέχεια. Έτσι συμπληρώνεται ένα μωσαϊκό, που, ακόμα μια όταν τελειώσει η αφήγηση, κάποιες ψηφίδες λείπουν. Για να τις συμπληρώσει ο αναγνώστης.
Λόγος εσωτερικού μονολόγου, παραληρηματικός κάποτε. Οι αφηγητές αδειάζουν την ψυχή τους. Με τρόπο λιτό και αστόλιστο, ο οποίος αναδεικνύει σύγχρονα προβλήματα χωρίς κραυγές και στόμφο, εντούτοις με ένα ουσιαστικό και βαθύ κοίταγμα.
Αφηγήσεις που αποτελούν ταυτόχρονα και θεατρικούς μονολόγους.
Η μοναξιά και οι απώλειες. Η στυφή γεύση της ζωής. Η απελπισία.
Μέσα από μια προσωπική, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα γραφή.
Ένα μικρό απόσπασμα, χαρακτηριστικό όμως για το ύφος του βιβλίου:
«Άννα, κοιμήσου, καλή μου, κουρασμένη είσαι».
Κοιμάμαι, μπαμπά. Εσύ, όμως, ξύπνα. Ξύπνα, σε παρακαλώ. Έλα να μου πεις τα κάλαντα μια φορά που δεν θα σε περιμένει η μαμά. Μια φορά που θα ’ναι περασμένα Χριστούγεννα. Έτσι, στα ξαφνικά, καμιά βράδυ Παρασκευή. Κάλαντα καλοκαιρινά, μπαμπά, κάλαντα ανοιξιάτικα, κάλαντα τα δικά μου. Να δεις, μπαμπά, τι θα σε φιλέψει η μαμά. Εμένα θα σε φιλέψει, μια κόρη κερασμένη. Και θα με πάρεις αγκαλιά. Γιατί θα είμαι λίγο σπασμένη.
Μπαμπά, θέλεις να γίνεις ο μπαμπάς μου;
«Γαλάζια δακρυσμένη πλαστελίνη», σ. 72

(Δημοσίευση Facebook, 15.10.2018)


Η Χαρά Νικολακοπούλου για το "Μην κλαις, ρε Γοργόνα!"

Ανατρεπτικός, πληθωρικός, χειμαρρώδης, ο Παναγιώτης Γκούβερης στα 7 αφηγήματα –θεατρικά κείμενα ουσιαστικά- του Μην κλαις, ρε Γοργόνα! βγάζει τη γλώσσα στην καθημερινή μας μιζέρια, στον μικροαστισμό μας, στην καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, μέσα από τους παραληρηματικούς σπαρακτικούς μονολόγους του, που ρέουν αβίαστα και σε παρασύρουν ορμητικά στη δίνη τους. Στρέφει τον φακό της γραφίδας του στους ταπεινούς και καταφρονεμένους Φυλλάδιους των πόλεων, στα παιδάκια της Γάζας, σε καθηλωμένες στο ένδοξο, βαλσαμωμένο παρελθόν τους Γοργόνες, σε ταλαίπωρους Μεγαλέξανδρους, σε μια πόλη δαγκωμένη, σε μια κόρη σπασμένη, σε ένα λοξό παιδί. Στον ατελείωτο πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων. Πραγματικά απολαυστικό.

(23.9.2018, facebook) 






Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2020

Γοργόνα Βελβεντού

Κάτω είναι το σαλόνι, η κουζίνα, μια τουαλέτα, πάνω τα υπνοδωμάτια, ένα για τους γονείς, ένα για τα παιδιά. Δύο παιδιά, -κορίτσι, αγόρι- οκτώ και δέκα ετών. Το κορίτσι κλαίει γοερά για πράγματα ασήμαντα, το αγόρι κλαίει με διάρκεια και ρυθμό για πράγματα σημαντικά. Ωστόσο, για το θάνατο της μητέρας τους κανένα από τα δύο δεν έχει κλάψει.
Η μητέρα των παιδιών έφερε ύψος ένα εβδομήντα τρία και αρέσκετο να φορεί φούστα πλισέ, μάλλον προκλητική για τα μέρη του Βελβεντού. Είναι το ύψος γυναικός μιαν αμαρτία σε τούτα τα μέρη. 
Ο πατέρας δαπανούσε το χρόνο του είτε στο όργωμα ορισμένων υπογόνιμων εκτάσεων, είτε στη  θέαση ποδοσφαιρικών τηλεοπτικών συγκρούσεων, αι οποίαι ωστόσο του προκαλούσαν ελαφρύ εκνευρισμό. 
Είναι οι τόποι αυτοί συνηθισμένοι στη συντήρηση οικόσιτων φρούτων, τα οποία πρώτα αποφλοιώνουν, έπειτα τεμαχίζουν και τελικά στιβάζουν ασύστολα σε αιχμηρά κυλινδρικά τενεκεδάκια. Τούτο προκαλεί εις τους Βελβέντιους ελαφρύ εκνευρισμό, όπως και να το κάνουμε. 
Και όλοι οι Βελβεντινοί ελαφρώς εκνευρισμένοι βιώνουν μια καθημερινότητα αδιάσπαστη εις τους αιώνες, αναμένοντας ίσως κάποια ήπια διατάραξη της τιμής των καυσίμων, είτε  και κάποια πρώιμη μεταβολή της στάθμης παρακείμενου παραποτάμου. 
Η μητέρα των ανηλίκων ωστόσο δεν ήταν από τον τόπο. Η καταγωγή της έλκετο από την πόλη του Πειραία. Και είναι σίγουρο ότι η πλειοψηφία των Πειραιωτών δεν καλά καλά γνωρίζει ότι το Βελβεντό είναι τόπος και όχι αποκριάτικο φουρφούρι. 
Προτού χαθεί η μάνα, προτού γεννηθούνε τα παιδιά, προτού η αμόλυβδη αγγίξει το ευρώ, το ζευγάρι στέριωνε την αγάπη του. Και κάτι μάλλον δε στέριωνε καλά.  Και σ’ αγαπώ και μ’αγαπάς και κάτι τέτοια λέγανε, καθείς με τη δική του προφορά, και όνειρα έφτιαχναν τα οποία ωστόσο δεν απεδείχθησαν κοινά. 
 Όνειρο του πατέρα ήτο να παύσει να ονειρεύεται η γυναίκα του, της οποίας αναίτια δάκρυα και χαμόγελα του προκαλούσαν ελαφρύ εκνευρισμό, ίσως και ένα σφίξιμο στα δόντια.  Όνειρο της γυναίκας ήτο η θέαση ορισμένου λιμανιού, είναι ωστόσο τα λιμάνια δυσεύρετα στο Βελβεντό. Η γυνή αρκείτο σε καθημερινό ημίωρο ρεμβασμό παρά της πλησιέστερης όχθης του Αλιάκμονα, ενώ ο άνδρας κατανάλωνε δύο -ίσως και παραπάνω- κυτία με τσίχλες πετυχαίνοντας ορισμένη ανάπαυση της ζορισμένης γνάθου.  
Ο καιρός περνούσε, τα παιδιά γεννήθηκαν, η βενζίνη ακρίβυνε και όλοι ψιθύριζαν ότι εφέτο η στάθμη θα ανέλθει αιφνίδια. Και πράγματι τα νερά του ποταμού πήραν μιαν ανηφόρα γεγονός το οποίο περιόρισε τους ημίωρους ρεμβασμούς της υψηλής μητέρας η οποία και δαπανούσε πλέον την ημέρα της είτε διπλώνοντας είτε αποδιπλώνοντας ανήλικα καλτσάκια.    
Ο πατήρ -χαζός δεν ήταν- έκαμε υπολογισμούς ανάλογους και απαγόρευσε από τα τέκνα του την κάλτσια  ένδυση, ήλεγχε μάλιστα την ξυπολυσιά των ανηλίκων είτε πριν πάνε, είτε αφού έλθουν από το σχολείο. Ολιγότερες κάλτσες περισσότερη γυναίκα εθεωρούσε, ωστόσο τέτοιοι υπολογισμοί είναι μάλλον πρόσκαιροι και  μοχθηροί.
Επυκνώθησαν τα αναίτια δάκρυα της μητρός, η οποία πλέον τα άφηνε ανέγγιχτα κι ασκούπιστα την ώρα της μεσημεριανής σύναξης, συνήθισαν και τα ξυπόλυτα παιδιά την κλαίουσα μητέρα και ο πατήρ  - ωσάν να ήταν κωφός - ηύξησε την ένταση του τηλεοπτικού κυτίου. 
Ήτο ημέρα Κυριακή, η μήτηρ έκλαιγε ιδίως Κυριακές, όταν και κατέλαβε τον χαμηλό όροφο της οικίας  μιαν απευθείας μετάδοση Ά Εθνικής μεταξύ ΠΑΟΚ και Ολυμπιακού η οποία και ελάμβανε χώρα εις το “ Γεώργιος Καραϊσκάκης”. Λίγο το ηρωικό γήπεδο, λίγο η λιμανίσια ερυθρή ομάδα, λίγο τα συνθήματα των αντιδίκων οι οποίοι με πειθώ και φορτικότητα ισχυρίζοντο ανερυθρίαστα και εν χορώ “Γαμιέται ο Πειραιάς σας και το μουνί της Μάνας σας”  έ, η μάνα σκάλωσε.  
Και η γυνή απέβαλλε τα ρούχα και τα εσώρουχά της και ούσα ψηλή λευκή γυμνή, στάθηκε ενώπιον του τηλεοπτικού δέκτη άνευ λαλιάς, άνευ σπασμού, άνευ πλέον δακρύων. Είναι οι γυμνές γυναίκες ολίγο γοργόνες, ωστόσο είναι οι γοργόνες πλάσματα άγνωστα στο Βελβεντό. Και ήτο εξίσου ιδιόρρυθμη η στάση των ανηλίκων τέκνων τα οποία και - ωσάν να ήξευραν -  σιωπηλά σκυφτά άνευ της όποιας κάλτσας, ανήλθαν εις τον επάνω όροφο της οικίας γνέφοντας ελαφρύ αποχαιρετισμό προς τη γυμνή μητέρα η οποία ωστόσο δεν ανταπέδωσε το νεύμα, παρέμεινε γοργόνα. Ωστόσο νεύμα - έτοιμο από καιρό - έφτιαξε ο άνδρας της οικίας το οποίο και απηύθυνε όχι προς τη γυνή του, ούτε προς τα παιδιά του, αλλά στα παραθύρια του σπιτιού, ορθάνοιχτα από καιρό. 
Αίφνης επρόβαλλαν Βελβέντες και Βελβέντισες πέριξ της οικίας οι οποίοι/ες και επεδίωκαν μια θέση καλή στη γωνία είτε του ενός, είτε του άλλου παραθύρου. Και ήτο οι τσέπες τους γεμάτες μήλα σκληρά, ροδάκινα σκληρότερα τα οποία και εκτόξευαν στην μάνα-γυμνή-γοργόνα.  Και είναι μύθος και ψέμα μοχθηρό η αθανασία των γοργόνων. 

Παναγιώτης Γκούβερης


(Πρώτη δημοσίευση, περιοδικό Παρέμβαση Τεύχος 179, 2016)



Ai Weiwei, Swatter, 2012