Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2020

Η Κούλα Αδαλόγλου για το "Μην κλαις, ρε Γοργόνα!"

Με όπλο τη γλώσσα. Μια γραφή κοφτή και κοφτερή.
Ακόμα κι όταν είναι «πλαστελίνη που δακρύζει».
Οι πληροφορίες δίνονται και αναιρούνται. Για να μεταβληθούν και να ανασκευαστούν στη συνέχεια. Έτσι συμπληρώνεται ένα μωσαϊκό, που, ακόμα μια όταν τελειώσει η αφήγηση, κάποιες ψηφίδες λείπουν. Για να τις συμπληρώσει ο αναγνώστης.
Λόγος εσωτερικού μονολόγου, παραληρηματικός κάποτε. Οι αφηγητές αδειάζουν την ψυχή τους. Με τρόπο λιτό και αστόλιστο, ο οποίος αναδεικνύει σύγχρονα προβλήματα χωρίς κραυγές και στόμφο, εντούτοις με ένα ουσιαστικό και βαθύ κοίταγμα.
Αφηγήσεις που αποτελούν ταυτόχρονα και θεατρικούς μονολόγους.
Η μοναξιά και οι απώλειες. Η στυφή γεύση της ζωής. Η απελπισία.
Μέσα από μια προσωπική, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα γραφή.
Ένα μικρό απόσπασμα, χαρακτηριστικό όμως για το ύφος του βιβλίου:
«Άννα, κοιμήσου, καλή μου, κουρασμένη είσαι».
Κοιμάμαι, μπαμπά. Εσύ, όμως, ξύπνα. Ξύπνα, σε παρακαλώ. Έλα να μου πεις τα κάλαντα μια φορά που δεν θα σε περιμένει η μαμά. Μια φορά που θα ’ναι περασμένα Χριστούγεννα. Έτσι, στα ξαφνικά, καμιά βράδυ Παρασκευή. Κάλαντα καλοκαιρινά, μπαμπά, κάλαντα ανοιξιάτικα, κάλαντα τα δικά μου. Να δεις, μπαμπά, τι θα σε φιλέψει η μαμά. Εμένα θα σε φιλέψει, μια κόρη κερασμένη. Και θα με πάρεις αγκαλιά. Γιατί θα είμαι λίγο σπασμένη.
Μπαμπά, θέλεις να γίνεις ο μπαμπάς μου;
«Γαλάζια δακρυσμένη πλαστελίνη», σ. 72

(Δημοσίευση Facebook, 15.10.2018)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου