Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2020

Συνέντευξη στο δημοσιογράφο Νίκο Μόσχοβο και στον «Τυπολόγο»


Η οικονομική κρίση διέλυσε κυριολεκτικά την ελληνική οικογένεια ή την «έδεσε» περισσότερο;
Ξέρεις, πια τα ζευγάρια δεν έχουν λεφτά ούτε για να χωρίσουν, ούτε για να παντρευτούν. Όλα στο περίπου. Περίπου παντρεμένοι, περίπου χωρισμένοι, περίπου αγαπημένοι. Μια νύστα ρε παιδί μου. Λες και απλώθηκε ένα απέραντο χασμουρητό στον τρόπο που αγαπιόμαστε.

Ποια αληθινά περιστατικά αποτέλεσαν την πηγή έμπνευσης για το έργο «Μην Κλαις Ρε Γοργόνα»;
Γράφω στη “γοργόνα” για ένα νέο που μοιράζει φυλλάδια, και έναν καπεταναίο που μοιράζει προσφυγόπουλα. Εγώ μια ζωή δάσκαλος ήμουν, ούτε ντελιβεράς, ούτε καμαρότος ούτε πλοίαρχος. Όμως ξέρεις, μες την κρίση νιώθεις μια υποχρέωση να γράψεις για τον άλλο. Όταν βλέπω ένα ντελιβερά ντρέπομαι να τον κοιτάξω στα μάτια. Κοιτάω τα χέρια του, τις σακούλες που βαστάει. Ε... είναι η γοργόνα η δική μου απολογία στον ντελιβερά, τον “άγνωστο” ντελιβερά.

«Σε κάθε κρίση τα θέματα είναι πολύ πιο περίπλοκα απ’ ό,τι αφήνουν στο κοινό να μάθει», έχει πει ο Βρετανός συγγραφέας John Le Carré. Και αν το κοινό δε θέλει πραγματικά να μάθει;

Δε με νοιάζει τι θα μάθει το κοινό. Δεν μπορώ να εξηγήσω ή να διδάξω το παραμικρό, νιώθω πραγματικά “αδιάβαστος”. Θέλω όμως ρε παιδί μου αυτό... το κοινό δάκρυ. Έτσι, εκεί, στην πλατεία του θεάτρου θέλω για μια στιγμή ν’ ακούσω το δάκρυ τους μαζί με το δικό μου. Πολλά ζητάω, το ξέρω.

Η Γοργόνα είναι μυθικό πρόσωπο, που συμβολίζει πολλά πράγματα. Για το συγγραφέα Παναγιώτη Γκούβερη τι σημαίνει η δική του, γοργόνα;
Όταν κοιμάμαι, λίγο πριν με πάρει ο ύπνος λέω “πού θα μου πας ρε γοργόνα, σήμερα θα σ’ ονειρευτώ!”. Έχω δυο χρόνια που την έγραψα, όμως ακόμα να την ονειρευτώ. Το άπιαστο όνειρο λοιπόν. Τούτο που μάλλον δεν υπάρχει και μάλλον είμαστε ανάξιοι να το ονειρευτούμε. Αυτό είναι η γοργόνα στη δικιά μου τη ζωή.

«Όταν γράφεις για ανθρώπους, που μοιράζουν φυλλάδια, για γοργόνες με πληγωμένες ουρές και για μουλιασμένα κόκκινα παιδικά μπουφάν τα δάχτυλά σου, ντρέπονται, μουδιάζουν». Τις πληγές αυτών των παιδιών ποιος, άραγε, θα ανακουφίσει;
Εμείς, εδώ και τώρα! Ο καθένας μας με τα δικά του χέρια, τα δικά του δάχτυλα το δικό του πορτοφόλι και την δική του καρδιά. Ότι μπορεί ο καθένας. Ας δώσουμε έναν δυο χτύπους από την καρδιά μας ο καθένας. Δε θα πάθουμε και τίποτα.

Ζείτε στις Σέρρες. Πως βιώσατε ο ίδιος αυτή την οικονομική κρίση μέσα στην κοινωνία μιας επαρχιακής πόλης;

Εγώ πια όταν βγαίνω απ’ το σπίτι, βάζω δυο ευρώ στην τσέπη και νιώθω εντάξει. Παλιά είχα ανάγκη το εικοσαευρώ μου. Τώρα κέρματα, μονάχα κέρματα. Σαν κουδουνίστρα ένα πράμα.

«Οδηγούμεθα σε μια κατάσταση Νοτίου Αμερικής. Ευτυχώς: ήλιος, μπανάνες, σάμπα και μαράκες» , αυτοσαρκάζει ο Ιταλός Francesco Tullio Altan από τη δεκαετία του 1980 ακόμα. Άραγε, το χιούμορ μπορεί να είναι και προφητικό;
Είναι χρησμός το χιούμορ, μαντεψιά. Ίσως η κωμωδία του σήμερα μας δείχνει την τραγωδία του αύριο. Ίσως.

Συμφωνείτε με την άποψη ότι με ένα χιουμοριστικό κείμενο μπορεί να μιλήσει κανείς για τα πιο τραγικά πράγματα, γιατί το κοινό δε θα άντεχε αλλιώς να τα βιώσει;
Όταν έγραφα τη γοργόνα δάκρυζα. Πληκτρολογούσα και δάκρυζα. Μετά, όταν τη διάβαζα γελούσα, υπήρχαν στιγμές που γελούσα με την καρδιά μου. Ξέρεις περιμένω στην πρεμιέρα να δω ποιος θα γελάει και ποιος θα δακρύζει με την ίδια ατάκα. Τώρα για να έρθω στην ερώτησή σου Νίκο... το κοινό αντέχει, αντέχει και περιμένει από σένα. Το θέμα είναι ν’ αντέχουν και τα δάχτυλά σου να γράψουν. Πότε, πότε μουδιάζουν, ντρέπονται κι αυτά.

Η ζωή είναι η πιο μεγάλη σκηνή με τους ίδιους τους ανθρώπους πρωταγωνιστές. Στο Αιγαίο χάθηκαν τόσες παιδικές ψυχές. Όταν γράφατε, θα πρέπει να υπήρξε στιγμή, που να αισθανθήκατε τόσο πολύ πόνο. Πόση δύναμη θα έχει κανείς να γράψει, όταν δακρύζει;

Το δύσκολο είναι να γράφεις στεγνός. Δίχως χαρτομάντηλο και δάκρυα. Άμα δακρύζω ξέρω πως κάτι καλό γίνεται. Όμως ντρέπομαι. Λέω … “εσύ γράφεις και ο άλλος διψά, πεινά, πνίγεται”. Τι να σου κάνουν και οι λέξεις... τι να σου κάνουν και τα δωρεάν τα δάκρυα...

Ποια φράση του έργου νομίζετε πως αφήνει την ελπίδα να ανθίσει ξανά;
Ο τίτλος φυσικά, με ένα δυο θαυμαστικά παραπάνω “Μην κλαις, ρε Γοργόνα!!!”

Πως θα βλέπατε την ιδέα να ανεβεί το έργο αυτό κάποτε σε μια φυσική παραλία του Αιγαίου;
Ξέρεις, εγώ για το Αιγαίο ήδη έχω πει τη γνώμη μου στο βιβλίο. Όλο μπετόν! Να ρίξουμε σ’ όλο το πέλαγος μπετόν, να πάψουν οι πνιγμοί. Να το περπατάμε ρε γαμώτο το Αιγαίο, να μην το κολυμπάμε. Βαρέθηκα τις πολλές ακρογιαλιές. Αρκετή ηλιοθεραπεία έκανε τούτη η χώρα. Θα προτιμούσα λοιπόν η “γοργόνα” να παιχτεί σ’ ένα πεζοδρόμιο ή σε κάνα πανηγύρι, τίποτα τέτοια μ’ αρέσουν.

Γιατί επιλέξατε να επικεντρωθείτε στους διανεμητές φυλλαδίων κι όχι στους ανθρώπους, που σκαλίζουν τα σκουπίδια;
Εντάξει θα το πω αν και δεν ήθελα. Μένω σε μια πολυκατοικία παλιά, στον ημιώροφο μένω. Η ταράτσα βλέπει στο γήπεδο του Πανσερραϊκού. Τις Κυριακές βλέπουμε τζάμπα ποδόσφαιρο απ’ τα ψηλά. Πότε πότε έρχονταν και τίποτα φυλλάδιοι, διανεμητές να ξεκουραστούν κάνα μισάωρο να δουν λίγο μπαλίτσα. Ήθελαν το δικαίωμα τους στην ταράτσα. Όμως εμείς την κλειδώσαμε. Κλειδώσαμε την ταράτσα, τη θέλαμε μόνο δικιά μας! Τέτοιοι είμαστε ώρες ώρες. Δεν αντέχουμε ο διανεμητής να βλέπει στην ταράτσα μας ποδόσφαιρο. Τέτοιοι είμαστε, τέτοια έγραψα και γω.

Το πρόσωπο του Ψαρά τι συμβολίζει κατά εσάς στη σύγχρονη Ελληνική κοινωνία;
Ο ψαράς είμαι εγώ και συ και όλοι μας. Ζούμε με την ελπίδα της τσιπούρας, αλλά τα δίχτυα μας είναι γεμάτα σαρδέλες.

Σας δίνω τρεις λέξεις: Γέλιο, δράμα, ζωή απαντήστε αντίστοιχα με τρεις φράσεις των τριών προσώπων του έργου.
Κάτσε να θυμηθώ...
Γέλιο: Παστουρμάς έγινε ο Βουκεφάλας ρε Γοργόνα! 25 Ευρώ το κιλό ο Βουκεφάλας σου!
Δάκρυ: 2,90 την ώρα παίρνω. Πόσες ώρες πρέπει να ζήσω για να πλουτίσω ρε γαμώτο!
Ζωή: Όλο μπετόν ρε Γοργόνα! Και γω να ήμουν σταθμάρχης, σε κάποιο Αιγαιοπελαγίτικο σιδηροδρομικό σταθμό. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου