Τρίτη 21 Απριλίου 2020

ΚΑΝΕ ΕΝΑ ΑΥΓΟ

Ο Στέργιος Αντωνιάδης είναι ζωγράφος, ο Παναγιώτης Γκούβερης δεν είναι. 
Πόσο δύσκολο είναι να κάνουν ένα αυγό; 




Τρίτη 14 Απριλίου 2020

"Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΑΠΙΟ ΚΕΡΑΣΑΚΙ ΣΕ ΜΙΑ ΚΑΚΟΦΤΙΑΓΜΕΝΗ ΤΟΥΡΤΑ"


Συνέντευξη στο culturebook.gr




Έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά η θέση του πεζογράφου στην κοινωνία;

Ξέρεις, εγώ ζώ στις Σέρρες. Λίγο πολύ όλοι ξέρουν πως γράφω εδώ πέρα. Άλλοι με λένε συγγραφέα, άλλοι καλλιτέχνη, άλλοτε στα σοβαρά άλλοτε στ' αστεία. Δε γεννήθηκα εδώ, αλλού μεγάλωσα, όμως στις Σέρρες ξεκίνησα να γράφω για τα καλά. Νιώθω πώς έχω μια υποχρέωση στην πόλη αυτή, έστω κι αν την αισθάνομαι άσχημη και κουραστική. Νιώθω σαν να με έχει υιοθετήσει ένα πράμα. Νομίζω ότι θα δυσκολευτώ όποτε και αν φύγω από δώ. Όταν αναρωτιέμαι για τη θέση μου ως γραφιά στην κοινωνία συλλογίζομαι τοπικά. Αναζητώ τη θέση μου στην πόλη των Σερρών: Γιατί την έχω ανάγκη αυτή την μικρή κοινωνία και τι έχει ανάγκη από εμένα αυτός ο μικρόκοσμος; Νομίζω τελικά ότι ο συγγραφέας είναι το σάπιο κερασάκι σε μια κακοφτιαγμένη τούρτα που τη λένε κοινωνία. Αυτή είναι η θέση του: Ψηλά… και βυθισμένα. Δεν ξέρω τι γίνεται σε πόλεις πιο μεγάλες, πιο φανταχτερες, πιο βρώμικες. Όμως επαρχία δίχως αλαφροΐσκιωτους πεζογράφους δε γίνεται.

Να σου εξομολογηθώ κάτι: Τόσα χρόνια στις Σέρρες, αρνούμαι να γυρίσω τα χωριά του νομού. Δε θέλω να μάθω την περιοχή, δε θέλω να την κάνω δική μου. Νιώθω πως όσο γράφω πρέπει να διατηρώ το ανεκπλήρωτο, να χω να περιμένω και να με περιμένουν. Μια τέτοια μετέωρη θέση νιώθω λοιπόν ως εκκολαπτόμενος πεζογράφος.

Ας κάνουμε όμως έναν συλλογισμό: Έστω πως με μια σβήστρα σβήσουμε όλους τους πεζογράφους και τους ποιητές και τους ζωγράφους και τους ηθοποιούς σε μια αφράτη πόλη. Τι θα γίνει; Θα μικρύνει αυτή η πόλη, θα φοβηθεί, θα γίνει τοσοδούλα, θα χάσει τη νοστιμιά της και την μνήμη της. Οι πεζογράφοι αυτό ξέρουν: Ξέρουν να θυμούνται και να διηγούνται ξανά, όμως με όσο ψέμμα χρειάζεται. Με τη σωστή δοσολογία. Σκέτη αλήθεια δεν έχει νοστιμιά. Δίχως την λοξή μνήμη του πεζογράφου, δεν αντέχεται η ιστορία και η ζωή η ίδια. Εκεί λοιπόν καταλήγω: Οι συγγραφείς είναι οι καλοπροαίρετοι ψεύτες που στοιχίζουν τα τείχη μιάς πόλης.


Σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή του κορονοϊού, έχει ιδιαίτερο ρόλο η πεζογραφία;


Η πεζογραφία νομίζω ότι σιχαίνεται τις κοινές κρίσεις. Όσοι γράφουμε θέλουμε μια αποκλειστικότητα στα βάσανά μας. Θέλουμε να είναι δικά μας και μόνο δικά μας. Γράφουμε για τον δικό μας έρωτα, το δικό μας πένθος, τη δική μας γέννα. Τώρα λοιπόν στέκεται μπροστά μας ένα βάσανο κοινο, συλλογικό και φρέσκο, ζεστό ζεστό, μεταδοτικό απ' τον έναν προς τον άλλο. Δύσκολο να γράψεις έτσι… Δύσκολο να φιλιώσεις με την κοινή εμπειρία και να την περιγράψεις δίχως να παρασυρθείς απο μια γραφή δημοσιογραφική. Να σου δώσω ένα παράδειγμα: Όταν γράφω θέατρο δυσκολεύομαι ακόμα να βάλω στις σκηνές κινητά τηλέφωνα, ή υπολογιστές… ακόμα δεν έχω φιλιώσει με αυτή την κοινή πραγματικότητα και ας πάνε δυο δεκαετίες που μας κατέκλυσε.

Η πεζογραφία θα πάρει την εκδίκησή της από τον κορονοϊό. Θα τον περιγράψει, θα τον αφηγηθεί, θα τον χλευάσει και θα τον πενθήσει, όμως όχι τώρα. Θέλει υπομονή. Αυτός είναι ο ρόλος της. Είναι το αόρατο χέρι που βαστάει το μολύβι του μέλλοντος. Όταν ο καθένας μας φιλιώσει και πληγωθεί πραγματικά από το χτικιό του κορονοϊού, τότε θα βγουν κείμενα, τότε θα γίνουν γέννες. Η γραφή προϋποθέτει πληγή στο σώμα, ανάμνηση χαραγμένη δίχως προσδοκία ίασης.

Βλέπω τον κόσμο να διαβάζει αβέρτα τώρα στην καραντίνα. Online θέατρο, σειρές, ταινίες, ντάνες βιβλία, ποίηματα με το κιλό…. Εγώ δεν αντέχω να βουτήξω σε αναγνώσεις αυτές τις μέρες. Έχω μια αναγνωστική αμηχανία, άρνηση, η οποία όμως με ανακουφίζει. Δε θέλω την παρέα ούτε του Ντοστογιέφσκι, ούτε του Καραγάτση αυτές τις μέρες. Θέλω τη μοναξιά μου. Βέβαια γράφω, κάθε μέρα γράφω, όμως ούτε μια λέξη για τον κορονοϊό. Αργότερα, θα πάρω την εκδίκησή μου κι απ' αυτόν. Εύχομαι ειλικρινά του χρόνου, του παραχρόνου, σε μια πενταετία, τα Αθηναϊκά θέατρα να παίζουν φάρσες για πανδημίες και εμβόλια. Ποιός ξέρει... Εδώ θα είμαστε… ελπίζω.





Lost Lamb, Vygantas Paukste 1994






 


Κυριακή 22 Μαρτίου 2020

Πατ πατ

Εγώ δε θέλω το δικό σας χειροκρότημα. Ποτέ δεν μου άρεσαν τα ρυθμικά παλαμάκια. Μου αρκούν τα παλαμάκια του Μίμη, του Αλί, του Τάσου και της Άννας. Αυτά ξέρω, αυτά εμπιστεύομαι. Ο Μίμης προσπαθεί χρόνια να χειροκροτήσει, αλλά το ένα του χέρι ρε γαμώτο είναι μικρό κι αδύναμο και μαγκωμένο ρε γαμώτο. Και είναι δύσκολο να κάνει πατ πατ πατ και όμως προσπαθεί και προσπαθεί και στο τέλος ξέρεις κάτι… εγώ το ακούω το πατ πατ πατ, ποτέ δε σταματάει, τ' ακούω στην καρδιά μου.
Εγώ δε δουλεύω σε νοσοκομείο, δουλεύω λίγο έξω απ' την πόλη. Σ' ένα κέντρο κοινωνικής πρόνοιας, που ο Μίμης, ο Αλί, ο Τάσος και η Αννα το λένε σπίτι.




 Pair of Ivory Clappers in Form of Human Hands Egypt, 1539 - 1190 BC 

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2020

"Ο Βαρόνος που Δ.Ε.Π.Υ." Η υβριδική γραφή της Γιαγκάζογλου


Μ' αρέσει ένα βιβλίο όταν δεν ξέρω τι είναι, δεν ξέρω σε ποιόν να το δωρίσω, δεν ξέρω αν πρέπει να το διαβάσω μόνος μου ή μέσα στην τάξη μου. Τέτοιο είναι το τελευταίο βιβλίο της Βούλας Γιαγκάζογλου "Ο Βαρόνος που Δ.Ε.Π.Υ." (εκδ. Ελληνοεκδοτική, 2020). Ένα σχεδόν παιδικό βιβλίο που σε φέρνει σε ένα σωρό αναγνωστικά διλήμματα: Να κλάψω ή να γελάσω με τα παθήματα ενός αδέξιου τετράποδου βαρόνου; Να ταυτιστώ με τον ίδιο, με τους συμμαθητές ή τη δασκάλα του;

Παρακολουθούμε τις περιπέτειες ένταξης ενός μικρού γαϊδάρου σε μια αφιλόξενη σχολική τάξη. Αποδοχή, απόρριψη, φθόνος, αλληλεγγύη και σχολικός ρεαλισμός, διαμορφώνουν έναν ενδιαφέρον μονόλογο τάξης, μια παιδική κωμικοτραγωδία τσέπης, μια γραφή υβριδική:

"- Τι μαρτύριο είναι για μένα το σχολείο.(...) Αυτοί οι μεγάλοι δεν ξέρουν τι θέλουν. Ενώ μας λένε να λέμε πάντα την αλήθεια, όταν το κάνουμε τρώμε τιμωρία. (...) Η δασκάλα λέει ότι είναι πολύ ωραίο πράγμα η ευαισθησία. Παρόλα αυτά, σε εμένα δεν φαίνεται να το εκτιμά. (...) Λες και μου έκαναν καμιά εκατοστή εμβόλια μαζεμένα.(...) Για όλα φταίω εγώ. (...) Μα γιατί δεν με πιστεύει κανείς; (...) Α, ρε πατέρα ποιητή! (...) Μακάρι να γινόταν να αλλάξω τον εγκέφαλό μου. (...) Ίσως είπε και τη λέξη σ' αγαπώ. (..) Δε γίνεται ένα ελάττωμα να είναι μόνο ελάττωμα."

Η Γιαγκάζογλου προτείνει ένα μανιφέστο ανηλικότητας κατά της αναπόφευκτης ενηλικίωσης. Μια σύγκρουση του λογικού με το παράλογο, ένα παιδικό παραλήρημα για τη χαμένη αθωότητα.

Όλα τούτα θα ήταν δυσβάστακτα για τον εκάστοτε μικρό -ή λιγότερο μικρό- αναγνώστη, ωστόσο εδώ έρχεται το χιούμορ που διατρέχει όχι μόνο κάθε λέξη του κειμένου, αλλά πολλές φορές κάθε συλλαβή. Δαιμόνιο παιχνίδι με τις λέξεις, τα σύμβολα και τα νοήματα καθιστούν αποδεκτά και εύληπτα τα πιο περίεργα "κατασκευάσματα". (απολαυστικό εύρημα ένας γάιδαρος να μιλάει καθαρεύουσα).

Ένα ασταμάτητο γαϊτανάκι λοιπόν, ωστόσο αυτό ακριβώς δίνει και τη γεύση της Δ.Ε.Π.Υ. (Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής/Υπερκινητικότητα). Το ανοριακό, το αδιάλειπτο, το απρόσμενο καταλήγει ως τρόπος δημιουργίας που τελικά λυτρώνει.

Η Γιαγκάζογλου μας μπολιάζει με μια δόση αναγνωστικής Δ.Ε.Π.Υ. Οι λέξεις χορεύουν επαναστατούν, ζαλίζονται και τελικά σε καταλαμβάνουν.

Αρωγός/ξεναγός στον κόσμο της, είναι η εικονογράφος Μαρία Μανουρά. Τα ανθρωπομορφικά της σκίτσα συνδυάζουν τη θλίψη και ελπίδα των ηρώων ενώ αναδεικνύουν την παραστατικότητα του κειμένου.

Θα ήθελα να δω έναν θεατρικό μονόλογο με την ιστορία του Βαρόνου. Νομίζω ότι το είδος του μονολόγου είναι καιρός να εισαχθεί και στο παιδικό θέατρο. Ο υπερκινητικός Βαρόνος θα ήταν μια ιδανική αρχή επί σκηνής.





Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2020

Συνέντευξη στη Χρυσάνθη Ιακώβου

Ο Παναγιώτης Γκούβερης είναι φρέσκος ακόμα στα λογοτεχνικά πράγματα: εξέδωσε μόλις πριν λίγους μήνες το πρώτο του βιβλίο (με τον εντυπωσιακό τίτλο "Μην κλαις, ρε Γοργόνα!") από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδης. Στο πρώτο του αυτό λογοτεχνικό βήμα, το οποίο μας προϊδεάζει για μια ελπιδοφόρα συνέχεια, ο Γκούβερης μας δίνει μια εικόνα της σύγχρονης Ελλάδας μέσα από εφτά θεατρικούς μονόλογους. Το βιβλίο δεν επιδιώκει να παρουσιάσει τα κακώς κείμενα της κρίσης, ούτε να δώσει λύσεις ούτε και να κατηγορήσει κανέναν: το μόνο που θέλει είναι να αφήσει τους ήρωες του να μιλήσουν. Είναι εντυπωσιακό το πόσο καθημερινοί τύποι είναι οι ήρωες των μονολόγων, το πόσο θα μπορούσαμε να είμαστε κάλλιστα εμείς στη θέση τους. Προσωπικές αποτυχίες, λάθος αποφάσεις, διαψευσμένες προσδοκίες, οι ήρωες βρίσκονται αντιμέτωποι με ανυπέρβλητες δυσκολίες και μοιάζουν να μην έχουν άλλο καταφύγιο παρά τον μονόλογό τους αυτό. Άλλοτε σε πρώτο πλάνο και άλλοτε στο φόντο, η Ελλάδα της κρίσης -με όλα τα προβλήματα και τις ανατροπές που έφερε- είναι συνεχώς παρούσα. Οι ήρωες αναζητούν διακαώς μια λύτρωση, η οποία όμως και μένει μετέωρη, μοιάζει να μην έρχεται: έρχεται ωστόσο για τους αναγνώστες / θεατές. Με γλώσσα απλή, λόγο άμεσο και εύστοχο και χωρίς προσπάθειες εντυπωσιασμού, το βιβλίο του Παναγιώτη Γκούβερη πετυχαίνει με έναν τρόπο ήρεμο και αθόρυβο το στόχο του: να προβληματίσει, να θέσει ερωτήματα, να δώσει ένα στίγμα για τους ανθρώπους της Ελλάδας του σήμερα.


Οι θεατρικοί σας μονόλογοι θα μπορούσαν κάλλιστα να σταθούν και ως διηγήματα. Γιατί θέατρο λοιπόν;
Έχω εθιστεί στη θεατρική γραφή. Το 2013 ο Παναγιώτης Μέντης σκηνοθέτησε έναν μονόλογό μου. Ήταν μια εμπειρία μαγική, ένα δώρο ζωής για μένα. Να βλέπεις όλα τούτα που μέχρι πρότινος ήταν βαθιά στο νου σου να στέκονται και να κινούνται πάνω στο σανίδι! Ένοιωσα γεννήτορας. Με τους μονολόγους νιώθω ότι γκρεμίζω και χτίζω κόσμους, γειτονιές, αυλές… Το βιβλίο της "Γοργόνας" αυτό είναι, ένα κάλεσμα σε μια γειτονιά ηρώων και αντιηρώων. Ένα θεατρικό μυθιστόρημα.

Οι ήρωες σας είναι βαθύτατα πληγωμένοι, τσακισμένοι θα έλεγα, τόσο από τους προσωπικούς τους δαίμονες όσο και από τα προβλήματα της ζωής και εσείς τους παρουσιάζετε χωρίς καμιά προσπάθεια ωραιοποίησης. Με ποιον τρόπο σκιαγραφείτε τους ήρωες σας;
Οι ήρωες μου ελπίζουν. Πονάνε, θρηνούν, νοσταλγούν, αλλά στο τέλος ελπίζουν και αντέχουν όλα τα δεινά τους, όχι όμως αγόγγυστα. Τους δίνω ένα δικαίωμα στη διαμαρτυρία. Κάθε μέρα στη δουλειά μου στέκομαι δίπλα σε ανθρώπους με αναπηρία, κάποιοι από αυτούς στερήθηκαν το χάρισμα του λόγου. Στο βιβλίο δίνω το λόγο, τους λέω τώρα είναι η σειρά σας. Ακούμε ένα αυτιστικό παιδί, έναν νεαρό που μοιράζει φυλλάδια, έναν διαζευγμένο που προσπαθεί να δει το παιδί του… Ανθρώπους που είναι καταδικασμένοι στη σιωπή της καθημερινότητας.

Σε όλα σας τα κείμενα είναι πολύ έντονος ο προβληματισμός για την κρίση, για το προσφυγικό και για τα κακώς κείμενα της σύγχρονης Ελλάδας. Τι θέλετε να εκφράσετε μέσω του βιβλίου σας;
Το βιβλίο το έγραψα την τελευταία πενταετία, τον καιρό της κρίσης. Δεν ήθελα να γράψω για την κρίση, ούτε για την Ελλάδα, ωστόσο όλοι οι ήρωες απέκτησαν μια "ανυπόφορη Ελληνικότητα" μια υπηκοότητα δύσκολη και αδυσώπητη την οποία προσπαθούν να απεκδυθούν. Ο κάθε ήρωας κατηγορεί και απολογείται ταυτόχρονα. Αυτό ίσως είναι κάτι που επεδίωξα, να καταδείξω πως στις εποχές κλονισμού όλοι είμαστε θύτες και θύματα την ίδια στιγμή.

Το βιβλίο σας είναι σκληρό, με την έννοια ότι οι ήρωες έρχονται αντιμέτωποι με πολύ δύσκολες καταστάσεις. Κρύβει αυτό μια απαισιοδοξία από πλευράς σας για όσα άσχημα συμβαίνουν γύρω μας ή όχι;
Όταν με πιάνει στεναχώρια και απελπισία διαβάζω έναν μονόλογο της "Γοργόνας" και ανακουφίζομαι. Για μένα τούτο το βιβλίο κουβαλάει μια δακρυσμένη ελπίδα, το χρησιμοποιώ ως αναγνωστικό αποκούμπι. Η κρίση όλα τα έχει κάνει ανεξήγητα και αβέβαια. Δεν ξέρω πού θα πάει όλο αυτό, ωστόσο δε με φοβίζει. Με θλίβει, αλλά δε με φοβίζει.

Το θέατρο στην Ελλάδα του 2017: τι ζητάνε οι θεατές; Ποια έργα βρίσκουν ανταπόκριση; Ποια θέση ελπίζετε να λάβει και το δικό σας έργο;

Οι θεατές ζητάνε λύτρωση. Ζητάνε καταφύγια και εκδικήσεις και το θέατρο μπορεί να τους τα προσφέρει. Ωστόσο το σύγχρονο ελληνικό έργο δεν έχει βρει ακόμα εύκολες διεξόδους προς το κοινό. Είναι επείγουσα ανάγκη να δοθεί βήμα στους θεατρικούς συγγραφείς που ζούνε δίπλα μας, είναι ανάγκη και οι κρατικές, αλλά και οι ελεύθερες σκηνές να γίνουν πιο τολμηρές, να απεγκλωβιστούν από την πεπατημένη. Μας το χρωστάνε.

Ετοιμάζετε κάτι άλλο αυτόν τον καιρό; Πού θα σας συναντήσουμε λογοτεχνικά στο άμεσο μέλλον;
Έχω ολοκληρώσει έναν τόμο διηγημάτων και μονολόγων, τον οποίο θέλω να κρατήσω λίγο ακόμα στο συρτάρι… Πρόσφατα ο μονόλογος μου "Φυλλάδια αντί Στεφάνων" διακρίθηκε στα κρατικά βραβεία συγγραφής θεατρικού έργου. Αναφέρεται στον καθημερινό Γολγοθά ενός νέου που μοιράζει φυλλάδια στους δρόμους της Θεσσαλονίκης. Το κείμενο θα το συναντήσετε στις σελίδες της "Γοργόνας", ευελπιστώ σύντομα να βρει το δρόμο του προς τη σκηνή.




Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2020

Συνέντευξη στο δημοσιογράφο Νίκο Μόσχοβο και στον «Τυπολόγο»


Η οικονομική κρίση διέλυσε κυριολεκτικά την ελληνική οικογένεια ή την «έδεσε» περισσότερο;
Ξέρεις, πια τα ζευγάρια δεν έχουν λεφτά ούτε για να χωρίσουν, ούτε για να παντρευτούν. Όλα στο περίπου. Περίπου παντρεμένοι, περίπου χωρισμένοι, περίπου αγαπημένοι. Μια νύστα ρε παιδί μου. Λες και απλώθηκε ένα απέραντο χασμουρητό στον τρόπο που αγαπιόμαστε.

Ποια αληθινά περιστατικά αποτέλεσαν την πηγή έμπνευσης για το έργο «Μην Κλαις Ρε Γοργόνα»;
Γράφω στη “γοργόνα” για ένα νέο που μοιράζει φυλλάδια, και έναν καπεταναίο που μοιράζει προσφυγόπουλα. Εγώ μια ζωή δάσκαλος ήμουν, ούτε ντελιβεράς, ούτε καμαρότος ούτε πλοίαρχος. Όμως ξέρεις, μες την κρίση νιώθεις μια υποχρέωση να γράψεις για τον άλλο. Όταν βλέπω ένα ντελιβερά ντρέπομαι να τον κοιτάξω στα μάτια. Κοιτάω τα χέρια του, τις σακούλες που βαστάει. Ε... είναι η γοργόνα η δική μου απολογία στον ντελιβερά, τον “άγνωστο” ντελιβερά.

«Σε κάθε κρίση τα θέματα είναι πολύ πιο περίπλοκα απ’ ό,τι αφήνουν στο κοινό να μάθει», έχει πει ο Βρετανός συγγραφέας John Le Carré. Και αν το κοινό δε θέλει πραγματικά να μάθει;

Δε με νοιάζει τι θα μάθει το κοινό. Δεν μπορώ να εξηγήσω ή να διδάξω το παραμικρό, νιώθω πραγματικά “αδιάβαστος”. Θέλω όμως ρε παιδί μου αυτό... το κοινό δάκρυ. Έτσι, εκεί, στην πλατεία του θεάτρου θέλω για μια στιγμή ν’ ακούσω το δάκρυ τους μαζί με το δικό μου. Πολλά ζητάω, το ξέρω.

Η Γοργόνα είναι μυθικό πρόσωπο, που συμβολίζει πολλά πράγματα. Για το συγγραφέα Παναγιώτη Γκούβερη τι σημαίνει η δική του, γοργόνα;
Όταν κοιμάμαι, λίγο πριν με πάρει ο ύπνος λέω “πού θα μου πας ρε γοργόνα, σήμερα θα σ’ ονειρευτώ!”. Έχω δυο χρόνια που την έγραψα, όμως ακόμα να την ονειρευτώ. Το άπιαστο όνειρο λοιπόν. Τούτο που μάλλον δεν υπάρχει και μάλλον είμαστε ανάξιοι να το ονειρευτούμε. Αυτό είναι η γοργόνα στη δικιά μου τη ζωή.

«Όταν γράφεις για ανθρώπους, που μοιράζουν φυλλάδια, για γοργόνες με πληγωμένες ουρές και για μουλιασμένα κόκκινα παιδικά μπουφάν τα δάχτυλά σου, ντρέπονται, μουδιάζουν». Τις πληγές αυτών των παιδιών ποιος, άραγε, θα ανακουφίσει;
Εμείς, εδώ και τώρα! Ο καθένας μας με τα δικά του χέρια, τα δικά του δάχτυλα το δικό του πορτοφόλι και την δική του καρδιά. Ότι μπορεί ο καθένας. Ας δώσουμε έναν δυο χτύπους από την καρδιά μας ο καθένας. Δε θα πάθουμε και τίποτα.

Ζείτε στις Σέρρες. Πως βιώσατε ο ίδιος αυτή την οικονομική κρίση μέσα στην κοινωνία μιας επαρχιακής πόλης;

Εγώ πια όταν βγαίνω απ’ το σπίτι, βάζω δυο ευρώ στην τσέπη και νιώθω εντάξει. Παλιά είχα ανάγκη το εικοσαευρώ μου. Τώρα κέρματα, μονάχα κέρματα. Σαν κουδουνίστρα ένα πράμα.

«Οδηγούμεθα σε μια κατάσταση Νοτίου Αμερικής. Ευτυχώς: ήλιος, μπανάνες, σάμπα και μαράκες» , αυτοσαρκάζει ο Ιταλός Francesco Tullio Altan από τη δεκαετία του 1980 ακόμα. Άραγε, το χιούμορ μπορεί να είναι και προφητικό;
Είναι χρησμός το χιούμορ, μαντεψιά. Ίσως η κωμωδία του σήμερα μας δείχνει την τραγωδία του αύριο. Ίσως.

Συμφωνείτε με την άποψη ότι με ένα χιουμοριστικό κείμενο μπορεί να μιλήσει κανείς για τα πιο τραγικά πράγματα, γιατί το κοινό δε θα άντεχε αλλιώς να τα βιώσει;
Όταν έγραφα τη γοργόνα δάκρυζα. Πληκτρολογούσα και δάκρυζα. Μετά, όταν τη διάβαζα γελούσα, υπήρχαν στιγμές που γελούσα με την καρδιά μου. Ξέρεις περιμένω στην πρεμιέρα να δω ποιος θα γελάει και ποιος θα δακρύζει με την ίδια ατάκα. Τώρα για να έρθω στην ερώτησή σου Νίκο... το κοινό αντέχει, αντέχει και περιμένει από σένα. Το θέμα είναι ν’ αντέχουν και τα δάχτυλά σου να γράψουν. Πότε, πότε μουδιάζουν, ντρέπονται κι αυτά.

Η ζωή είναι η πιο μεγάλη σκηνή με τους ίδιους τους ανθρώπους πρωταγωνιστές. Στο Αιγαίο χάθηκαν τόσες παιδικές ψυχές. Όταν γράφατε, θα πρέπει να υπήρξε στιγμή, που να αισθανθήκατε τόσο πολύ πόνο. Πόση δύναμη θα έχει κανείς να γράψει, όταν δακρύζει;

Το δύσκολο είναι να γράφεις στεγνός. Δίχως χαρτομάντηλο και δάκρυα. Άμα δακρύζω ξέρω πως κάτι καλό γίνεται. Όμως ντρέπομαι. Λέω … “εσύ γράφεις και ο άλλος διψά, πεινά, πνίγεται”. Τι να σου κάνουν και οι λέξεις... τι να σου κάνουν και τα δωρεάν τα δάκρυα...

Ποια φράση του έργου νομίζετε πως αφήνει την ελπίδα να ανθίσει ξανά;
Ο τίτλος φυσικά, με ένα δυο θαυμαστικά παραπάνω “Μην κλαις, ρε Γοργόνα!!!”

Πως θα βλέπατε την ιδέα να ανεβεί το έργο αυτό κάποτε σε μια φυσική παραλία του Αιγαίου;
Ξέρεις, εγώ για το Αιγαίο ήδη έχω πει τη γνώμη μου στο βιβλίο. Όλο μπετόν! Να ρίξουμε σ’ όλο το πέλαγος μπετόν, να πάψουν οι πνιγμοί. Να το περπατάμε ρε γαμώτο το Αιγαίο, να μην το κολυμπάμε. Βαρέθηκα τις πολλές ακρογιαλιές. Αρκετή ηλιοθεραπεία έκανε τούτη η χώρα. Θα προτιμούσα λοιπόν η “γοργόνα” να παιχτεί σ’ ένα πεζοδρόμιο ή σε κάνα πανηγύρι, τίποτα τέτοια μ’ αρέσουν.

Γιατί επιλέξατε να επικεντρωθείτε στους διανεμητές φυλλαδίων κι όχι στους ανθρώπους, που σκαλίζουν τα σκουπίδια;
Εντάξει θα το πω αν και δεν ήθελα. Μένω σε μια πολυκατοικία παλιά, στον ημιώροφο μένω. Η ταράτσα βλέπει στο γήπεδο του Πανσερραϊκού. Τις Κυριακές βλέπουμε τζάμπα ποδόσφαιρο απ’ τα ψηλά. Πότε πότε έρχονταν και τίποτα φυλλάδιοι, διανεμητές να ξεκουραστούν κάνα μισάωρο να δουν λίγο μπαλίτσα. Ήθελαν το δικαίωμα τους στην ταράτσα. Όμως εμείς την κλειδώσαμε. Κλειδώσαμε την ταράτσα, τη θέλαμε μόνο δικιά μας! Τέτοιοι είμαστε ώρες ώρες. Δεν αντέχουμε ο διανεμητής να βλέπει στην ταράτσα μας ποδόσφαιρο. Τέτοιοι είμαστε, τέτοια έγραψα και γω.

Το πρόσωπο του Ψαρά τι συμβολίζει κατά εσάς στη σύγχρονη Ελληνική κοινωνία;
Ο ψαράς είμαι εγώ και συ και όλοι μας. Ζούμε με την ελπίδα της τσιπούρας, αλλά τα δίχτυα μας είναι γεμάτα σαρδέλες.

Σας δίνω τρεις λέξεις: Γέλιο, δράμα, ζωή απαντήστε αντίστοιχα με τρεις φράσεις των τριών προσώπων του έργου.
Κάτσε να θυμηθώ...
Γέλιο: Παστουρμάς έγινε ο Βουκεφάλας ρε Γοργόνα! 25 Ευρώ το κιλό ο Βουκεφάλας σου!
Δάκρυ: 2,90 την ώρα παίρνω. Πόσες ώρες πρέπει να ζήσω για να πλουτίσω ρε γαμώτο!
Ζωή: Όλο μπετόν ρε Γοργόνα! Και γω να ήμουν σταθμάρχης, σε κάποιο Αιγαιοπελαγίτικο σιδηροδρομικό σταθμό. 


Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2020

Ευθύμιος Ιωαννίδης για την παράσταση "Μην κλαις, ρε Γοργόνα!"

Ξεχωριστή το δίχως άλλο θα χαρακτήριζα την παράσταση "Μην κλαις ρε γοργόνα" σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Κωνσταντινίδη! Η παράσταση αποτελεί ουσιαστικά θεατρική μεταφορά δύο διηγημάτων του Παναγιώτη Γκούβερη από τη συλλογή των διηγημάτων του τα οποία φέρουν τον ομώνυμο τίτλο! Ο Δημήτρης ο οποίος επιμελήθηκε τη δραματουργική επεξεργασία των διηγημάτων, είδε σε αυτά τη μιζέρια, την εξαθλίωση, την καταφυγή στη στείρα ονειροπόληση και στην παραίσθηση που προσφέρει απλόχερα ο καπιταλισμός! Η σκηνοθετική προσέγγιση προσιδιάζει πλήρως στις αρχές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, δοσμένες, ωστόσο, υπόρρητα και όχι απροκάλυπτα! Η σκηνοθετική αυτή επιλογή δεν έγινε δυστυχώς πλήρως κατανοητή με αποτέλεσμα το κοινό να εκδηλώσει αθέμιτες και αναγωγες εν γένει συμπεριφορές! Οι ερμηνείες των τριων ηθοποιών ήταν πειστικές και ενδιαφέρουσες, η μουσική επιλογή εξαίσια, τα σκηνικά μινιμαλιστικά, αλλά εύστοχα και οι φωτισμοί επέτειναν τη σκηνοθετική επιλογή να δώσει ένα υποβλητικό ζοφερό κλίμα. Τα μηνύματα του έργου είναι σπουδαία και επίκαιρα. Πρόκειται εν ολίγοις για μια παράσταση όχι εύκολη, όχι τόσο ευνόητη, εγγεγραμμένη ωστόσο στο αδιαμφισβήτητα τολμηρό σκηνοθετικό όραμα.

(Δημοσίευση Facebook 5.11.2019)


επικοινωνία


Παναγιώτης Γκούβερης


panagiotisgkouveris@gmail.com


τηλέφωνο 
6973410202

διεύθυνση
Ραιδεστού 36 
ΤΚ. 62100
Σέρρες


Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2020

Δια Ταύτα


Η Χλόη Κουτσουμπέλη για το "Μην κλαις, ρε Γοργόνα!"

Διαβάζοντας ξανά το βιβλίο του Παναγιώτη Γκούβερη ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ ΡΕ ΓΟΡΓΟΝΑ! εκδόσεις Γαβριηλίδης 2017 σκεφτόμουν πως με το ανατρεπτικό χιούμορ μπορεί να ειπωθούν τα πιο φριχτά πράγματα που αλλιώς θα ακούγονταν μελό και κοινότοπα, ενώ έτσι η στιλπνότητα της αιχμής τους σε διαπερνά ως το κόκκαλο. Συγκεκριμένα στις σελίδες 11-12
"Εσύ Γοργόνα; Πώς περνάς εσύ; Πότε θα κάνεις την ζωή σου; Πότε θα βγάλεις πόδια; Δεν βαρέθηκες να μυρίζεις ψαρίλα;
....
Κακά τα ψέματα, στις μέρες μας είτε είσαι γοργόνα, είτε Κένταυρος είτε ταυροκαθάψιο, δεν έχεις μέλλον.
......
Γέμισε το Αιγαίο σκισμένα φουσκωτά, ρε Γοργόνα. Εκεί στον βυθό δεν ακούς τίποτα κλάματα; Τίποτα μαντήλια και μακριά φουστάνια, φουστανάκια; Αυτά δεν τα βλέπεις; Μόνο για τον Αλέξανδρο, ρε γοργόνα; Για τους άλλους; Για τον Αιλάν, για την Αντίλ, για τον Σαούλ, τίποτα, ρε Γοργόνα; Εκεί...κολλημένη στον Αλέξανδρο;
Μίκρυνε ο κόσμος, Γοργόνα. Μίκρυναν οι νεκροί μας. Τριών, τεσσάρων, πέντε χρόνων παιδιά, αυτά πνίγονται τώρα. Πάει η μόδα με τους πνιγμένους ναυτικούς σου. Τώρα είναι η εποχή των πνιγμένων προσφυγόπουλων. Είσαι ντεμοντέ, Γοργόνα. Η ουρά σου είναι πια ρετρό. Κανείς δεν σε φοβάται. Ούτε εσένα ούτε τον αδελφό σου.
Ξέρεις τι τον κάνανε τον Βουκεφάλα; Δεν ήθελα να σ΄το πω. Παστουρμάς ρε Γοργόνα έγινε ο Βουκεφάλας..."

(Δημοσίευση facebook 17.9.2019)


Η Κούλα Αδαλόγλου για το "Μην κλαις, ρε Γοργόνα!"

Με όπλο τη γλώσσα. Μια γραφή κοφτή και κοφτερή.
Ακόμα κι όταν είναι «πλαστελίνη που δακρύζει».
Οι πληροφορίες δίνονται και αναιρούνται. Για να μεταβληθούν και να ανασκευαστούν στη συνέχεια. Έτσι συμπληρώνεται ένα μωσαϊκό, που, ακόμα μια όταν τελειώσει η αφήγηση, κάποιες ψηφίδες λείπουν. Για να τις συμπληρώσει ο αναγνώστης.
Λόγος εσωτερικού μονολόγου, παραληρηματικός κάποτε. Οι αφηγητές αδειάζουν την ψυχή τους. Με τρόπο λιτό και αστόλιστο, ο οποίος αναδεικνύει σύγχρονα προβλήματα χωρίς κραυγές και στόμφο, εντούτοις με ένα ουσιαστικό και βαθύ κοίταγμα.
Αφηγήσεις που αποτελούν ταυτόχρονα και θεατρικούς μονολόγους.
Η μοναξιά και οι απώλειες. Η στυφή γεύση της ζωής. Η απελπισία.
Μέσα από μια προσωπική, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα γραφή.
Ένα μικρό απόσπασμα, χαρακτηριστικό όμως για το ύφος του βιβλίου:
«Άννα, κοιμήσου, καλή μου, κουρασμένη είσαι».
Κοιμάμαι, μπαμπά. Εσύ, όμως, ξύπνα. Ξύπνα, σε παρακαλώ. Έλα να μου πεις τα κάλαντα μια φορά που δεν θα σε περιμένει η μαμά. Μια φορά που θα ’ναι περασμένα Χριστούγεννα. Έτσι, στα ξαφνικά, καμιά βράδυ Παρασκευή. Κάλαντα καλοκαιρινά, μπαμπά, κάλαντα ανοιξιάτικα, κάλαντα τα δικά μου. Να δεις, μπαμπά, τι θα σε φιλέψει η μαμά. Εμένα θα σε φιλέψει, μια κόρη κερασμένη. Και θα με πάρεις αγκαλιά. Γιατί θα είμαι λίγο σπασμένη.
Μπαμπά, θέλεις να γίνεις ο μπαμπάς μου;
«Γαλάζια δακρυσμένη πλαστελίνη», σ. 72

(Δημοσίευση Facebook, 15.10.2018)


Η Χαρά Νικολακοπούλου για το "Μην κλαις, ρε Γοργόνα!"

Ανατρεπτικός, πληθωρικός, χειμαρρώδης, ο Παναγιώτης Γκούβερης στα 7 αφηγήματα –θεατρικά κείμενα ουσιαστικά- του Μην κλαις, ρε Γοργόνα! βγάζει τη γλώσσα στην καθημερινή μας μιζέρια, στον μικροαστισμό μας, στην καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, μέσα από τους παραληρηματικούς σπαρακτικούς μονολόγους του, που ρέουν αβίαστα και σε παρασύρουν ορμητικά στη δίνη τους. Στρέφει τον φακό της γραφίδας του στους ταπεινούς και καταφρονεμένους Φυλλάδιους των πόλεων, στα παιδάκια της Γάζας, σε καθηλωμένες στο ένδοξο, βαλσαμωμένο παρελθόν τους Γοργόνες, σε ταλαίπωρους Μεγαλέξανδρους, σε μια πόλη δαγκωμένη, σε μια κόρη σπασμένη, σε ένα λοξό παιδί. Στον ατελείωτο πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων. Πραγματικά απολαυστικό.

(23.9.2018, facebook) 






Κυριακή 16 Ιουνίου 2019

Η ιστορία του κυρίου Ελισαίου.

Λίγο πριν από τη σύνταξή σου και ενώ κάθεσαι σε ένα μικρό σκονισμένο γραφείο καπνίζοντας την πίπα σου, όλοι σε κοιτούν με δέος.
Είσαι πια παλιός.
Ειδικότερα δε για τους  άρρενες λίγο πριν την απόλυσή από τα Ελληνικά στρατά -ιδίως τον τελευταίο μήνα- φορούν στραβά το πηλήκιο και όλοι κοιτούν με δέος.
Είναι πια παλιοί.
Ακόμα και ένα παιδάκι προσχολικής ηλικίας παρατηρεί λοξά το νεογέννητο αδερφάκι του –αν βρει μάλιστα την ευκαιρία, μπορεί να του τραβήξει τα μαλλάκια– και σκέφτεται: Είμαι πια παλιός, ξέρω, γνωρίζω, και άμα λάχει μπορώ να ξελασπώσω και το νέο…
Η έννοια του παλιού και του νέου προσδιορίζεται αυστηρώς με όρους χρονικούς. Ωστόσο, η απόλυτη τιμή του χρόνου λίγη αξία έχει, ίσως και καθόλου. Η σχετική αξία αυτής της έννοιας -χάρη στην οποία έγινε γνωστός  ο Αλβέρτος και πλούσιοι οι Ελβετοί- είναι αυτή η οποία προσδιορίζει τον παλιό και το νέο.
Ο νέος είναι στο πριν και ο παλιός λίγο πριν το μετά.

Τα ως άνω έγιναν απόλυτα κατανοητά κατά την επίσκεψή μου στο Κρατικό Μαιευτήριο Άνω Πεντέλης. Μη νομίσετε ότι σπαταλώ το χρόνο μου κάνοντας άσκοπες επισκέψεις σε κλίνες τοκετού, ούτε φυσικά είμαι κάποιος επιθεωρητής εργασίας. Απλώς και μόνο η εμπάθεια μου για την Κάτω Πεντέλη με ώθησε σε τούτη την ενέργεια, να γεννήσει η γυναίκα μου τη μονάκριβη κορούλα μας εις το Κρατικό Δημόσιο Νομαρχιακό Μαιευτήριο Άνω Πεντέλης.
Μία γέννα φυσικά δεν είναι κάτι το απλό και ούτε έχει ένα και μόνο στάδιο. Βέβαια μην περιμένετε από έναν άρρεν παραμυθογράφο να ασχοληθεί σοβαρά με τη φυσιολογία ενός τοκετού. Όσοι από εσάς εμφανίζουν τέτοιες προθέσεις ας σταματήσουν τώρα την ανάγνωση και ας βρούνε αλλού τη λύση των προβληματισμών τους.
Εις το παρόν γράφημα θα ασχοληθούμε με την περίοδο κατά την οποία ο συνοδός αναμένει έξω από την αίθουσα οδυνών το χαρμόσυνο γεγονός.
Στις περισσότερες των περιπτώσεων ο συνοδός τούτος είναι ταυτοχρόνως και σύζυγος της επιτόκου. Κάθεται δε, όλη την ώρα της αναμονής όρθιος -ωσάν στέκα- ενώ δίπλα του υπάρχουν και καρέκλες και παγκάκια, αλλά και σκαλάκια όπου θα μπορούσε να εναποθέσει το σαρκίο του. Η όρθια στάση όμως αποτελεί σήμα κατατεθέν του εκκολαπτόμενου πατέρα δείγμα της θέλησής του να κοπιάσει και να αναλάβει τις ευθύνες που θα κατακλύσουν εντός ολίγου τη ζωή του.
Ο μέσος χρόνος αναμονής είναι περίπου 7 ώρες, (ως χρόνος γέννας λογίζεται η στιγμή που θα ακουστεί το κλάμα του παιδιού) ενώ παίρνει ένα εικοσάλεπτο ακόμα μέχρι να σου καθαρίσουν το παιδί και να το φέρουν τυλιγμένο σε μία κουβέρτα.
Κατά τις πρώτες δύο με τρεις ώρες αναμονής εθεωρήσαι  ακόμα νέος... πρέπει να κάθεσαι αριστερότερα από τους άλλους συνοδούς οι οποίοι περιμένουν περισσότερες ώρες, οπότε και να τους σέβεσαι.
Από την τρίτη έως και την πέμπτη ώρα δε λογίζεσαι ούτε ως νέος, αλλά ούτε και ως παλιός. Μην κάνεις το λάθος και πάρεις τον αέρα του παλιού, εις αυτή τη χρονική περίοδο σε σέβονται αρκετά οι νεότεροι αναμένοντες και έχεις την υποχρέωση να σέβεσαι τους παλαιούς.
Παλιός χαρακτηρίζεσαι αφού έχεις ήδη μπει στην έκτη ώρα αναμονής. Έχεις πλέον πολλά δικαιώματα, μπορείς ακόμα ακόμα να κάτσεις και στα σκαλάκια δίπλα σου όχι όμως για πολύ. Τώρα πια όλοι σε σέβονται και σε κοιτούν με δέος είσαι πια παλιός.

Έπειτα από αυτή την τόσο ουσιώδη τυπολογία μπορούμε να επανέλθουμε εις το προσωπικό μου βίωμα της Άνω Πεντέλης. Στην δική μου περίπτωση λοιπόν, έξω από την αίθουσα οδυνών υπήρχαν αρκετοί συνοδοί καθότι ήταν άνοιξη και οι γυναίκες γεννοβολούν αβέρτα. Από την πρώτη ματιά μπορούσες να καταλάβεις ότι παλαιότερος όλων ήταν ο κύριος Ελισαίος. Ένας μεσήλικας με μια καλοσχηματισμένη φαλάκρα που φαινόταν εξαιρετικά ψύχραιμος -δείγμα της παλαιότητάς του- έδειχνε να γνωρίζει τα πράγματα καλά. Οι γιατροί τον χαιρετούσαν με ένα διακριτικό χαμόγελο ενώ οι μαίες μπορεί να τον στέλναν και για θελήματα. Τόσο παλιός ήταν! Έδινε κουράγιο σε όλους μας χτυπώντας την πλάτη, ενώ ευχόταν να κάνει η γυναίκα του ένα κοριτσάκι. Μοίραζε κάτι εικονίτσες της Παναγίας για να μας δίνει κουράγιο. Σίγουρα ήταν καλός ίσως και λίγο περίεργος.
Δε θα ανέφερα τον κύριο Ελισαίο αν δεν τον ξανάβλεπα και στην δεύτερη γέννα της συζύγου. Ήταν πάλι εκεί στην αίθουσα οδυνών απ έξω. Μοίραζε πάλι εικονίτσες και περίμενε και αυτή τη φορά η γυναίκα του να κάνει ένα κοριτσάκι. Σίγουρα ήταν και πάλι ο πιο παλιός όλων μας. Θεώρησα μάλιστα και γούρι που οι γυναίκες μας γεννούσαν πάλι μαζί. Μέσα από τέτοια γεγονότα γίνονται ξέρετε και ισχυρές φιλίες.

Έχοντας πλέον δύο παιδιά και με τον πληθωρισμό να αυξάνετε αποφάσισα να βρω και μία δεύτερη δουλειά. Άλλωστε η δουλειά του συγγραφέα είναι μάλλον κακοπληρωμένη. Η εμπάθεια μου για την Κάτω Πεντέλη με ώθησε να εργαστώ ως καθαριστής εις την ψυχιατρική πτέρυγα του κρατικού νοσοκομείου Άνω Πεντέλης. Ο χώρος μου ήταν οικείος καθώς η ψυχιατρική πτέρυγα στεγαζόταν δίπλα από το μαιευτήριο.
Η προηγούμενη καθαρίστρια, η οποία ως παλιά συνταξιοδοτούνταν, εθέλησε να με ξεναγήσει εις τις κλίνες… οι ασθενείς αν και είχαν ποικίλα προβλήματα μου ήταν αρκετά συμπαθείς. Όπως ενημερώθηκα μία κλίνη δεν ήθελε και πολύ καθάρισμα καθότι ο ασθενής δεν πολυέμενε στην πτέρυγα…
 - Μα και πού μένει που κοιμάται κυρία Περσεφόνη;
- Ε, δε θα το λεγα ότι κοιμάται και πολύ ο κύριος Ελισαίος. Άσε, ο κακομοίρης χαροκαμένος. Και γω στη θέση του θα τα 'χανα... Πριν από τέσσερα χρόνια ήτανε να γεννήσει η γυναίκα του δίπλα στο μαιευτήριο. Τα πράγματα δεν επήγαν καλά. Χάθηκε και κείνη και το παιδί πάνω στη γέννα. Ο κύριος Ελισαίος, διευθυντής τραπέζης, δεν άντεξε τον πόνο. Ξημεροβραδιάζεται στο μαιευτήριο και περιμένει να γεννήσει η σύζυγος του. Να φανταστείς ούτε στην κηδεία της δεν πήγε.. Και ήταν τόσο καλός άνθρωπος, μου 'χε εγκρίνει και ένα δάνειο.



Gustav Klimt, Family, 

Τρίτη 30 Απριλίου 2019

Τόσο όμορφοι άνθρωποι, σε τόσο άσχημη πόλη!

Αν δεν είχε τόσο νόστιμες μπουγάτσες σίγουρα θα την κοπανούσα από δω. Άλλωστε δε με λες Σερραίο. Αλλού γεννήθηκα, αλλού ερωτεύτηκα, αλλού μεγάλωσα. Θα φευγα. Τις Σέρρες δεν τις αγαπώ. Ποτέ δεν της αγάπησα. Λίγοι σινεμάδες (ένας…), λίγη θάλασσα (καθόλου), και ένα σωρό ψηλότεροι άνθρωποι. Ναι, στις Σέρρες νιώθω κοντός. Όταν πάω προς τη Λάρισα νιώθω κανονικός και μόλις φτάσω Καλαμάτα ψηλώνω. Με τα κιλά ακριβώς το αντίθετο. Στην Καλαμάτα παχύσαρκος, στη Λάρισα υπέρβαρος, στις Σέρρες απλά αφράτος.  Μη με ρωτάτε από πού είμαι, δεν θα το μαρτυρήσω. Δε θα σας πω πού ψηφίζω.
Όταν πάτησα το πόδι μου  στην πόλη σας, αναστέναξα. Τόσο όμορφοι άνθρωποι σε τόσο άσχημη πόλη! Αλήθεια λέω. Αν βάλουμε στη σειρά μια Σερραία, μια Θεσσαλονικιά και μια Κεφαλονίτισσα είναι πολύ εύκολο να καταλάβεις τη Σερραία: Η πιο όμορφη! Τόσο απλά.  Αναρωτιόμουν. Έλεγα ίσως είναι το νερό, ίσως είναι οι μπουγάτσες… ήπια ένα σωρό λίτρα, έφαγα ένα σωρό μπουγάτσες (κυρίως κρέμα), αλλά δεν κατάφερα να ομορφύνω. Παραμένω μη Σερραίος.
Καλοί μου Σερραίοι, έτσι όπως έχετε ομορφύνει τον κόσμο όλο, έτσι όπως στολίζεστε λαμποκοπάτε και μοσχοβολάτε…  έτσι -έστω λιγάκι- σουλουπώστε και την πόλη σας. Βαρέθηκα να μην την αγαπώ. Βαρέθηκα να σκοντάφτω σε μικρές λακκούβες και μεγάλα όνειρα. Ναι, ναι… εγώ ξέρετε δεν έχω αυτοκίνητο. Λίγα ζευγάρια παπούτσια και ένα παλιοποδήλατο έχω. Με ενοχλούν οι λακκούβες. Τραντάζουν την καρδιά μου.
Που και που κλείνω τα μάτια μου. Εκεί που περπατάω. Μια στιγμή, δυο στιγμές, κλείνω τα μάτια και φαντάζομαι. Φαντάζομαι ένα παραπάνω σινεμά, καμιά πινακοθήκη, φαντάζομαι λίγα παραπάνω ποδήλατα, έχω φανταστεί ακόμα και ένα βαγόνι του μετρό στο κέντρο των Σερρών. Αλήθεια λέω. Πιο πολύ όμως μ' αρέσει να φαντάζομαι άσχημους Σερραίους και Σερραίες. Για κάποιο λόγο πιστεύω πως όσο παραμένετε όμορφοι η πόλη σας θα αντιστέκεται. Ίσως είναι μια κατάρα. Ποιός ξέρει... Σας παρακαλώ. Αν είναι εύκολο, όταν ξυπνάτε, φροντίστε να είστε λίγο περισσότερο ατημέλητοι. Έτσι, σαν μια παρηγοριά. Για την πόλη σας ρε γαμώτο.
Καμιά φορά, σκέφτομαι πως οι λακκούβες για μια πόλη είναι σαν τα σπυράκια που έχουμε εμείς οι άνθρωποι. Πρέπει να τελειώσει η εφηβεία και φεύγουν. Αυτό είναι. Οι Σέρρες περνάν ακόμα την εφηβεία τους, και μας έχουν αλλάξει την πίστη. Μια θυμωμένη πεισματάρα πόλη.
Καλή μου πόλη, θέλω να σε δω να χαμογελάς. Φτάνει με τις ομίχλες και τις απρόσμενες βροχές σου. Αφού το ξέρεις, όση βροχή και να ρίξεις δεν πρόκειται να χαλάσεις το μακιγιάζ μας. Κάνε λίγο υπομονή. Όταν γίνεις πια ολόκληρη κοπέλα, σου υπόσχομαι να φυτεύω κάθε μέρα ένα λουλούδι. Κι ας έχω αλλεργία. Κι ας μην είμαι Σερραίος. Ξέρω... τις περισσότερες πόλεις τις νιώθουμε σαν μητέρες μας. Εγώ όμως σε νιώθω σαν κόρη μου. Έτσι σε νιώθω. Θέλω να σε δω να μεγαλώνεις και να ομορφαίνεις. Ξέρω ξέρω... πέρασες πολλά στην παιδική σου ηλικία: κάηκες, σβήστικες, χωρίστηκες, πατήθηκες, είσαι λιγάκι μπερδεμένη. Να σου πω ένα μυστικό... Είσαι η πιο όμορφη πόλη της Ελλάδας. Όλες οι άλλες απλώς έχουν καλύτερο κομμωτή και στουπώνονται στο μακιγιάζ. Ας είναι… Μείνε με τις λακκούβες σου. Σ' αγαπώ. Από σήμερα σ' αγαπώ, κι ας σκοντάφτω.

(πρώτη δημοσίευση περιοδικό Ser-Free#52 )

Karen Obuhanych, Sand and Serf 

Παρασκευή 12 Απριλίου 2019

Όλους θα σας ψηφίσω!

Πάντα με μπέρδευαν οι δημοτικοί σύμβουλοι. Τους φοβάμαι. Όταν ήμουν μικρός, ερχόταν ο σύμβουλος στο δημοτικό και μάλωνε τον δάσκαλό μας. Του έλεγε πως έπρεπε να κάνουμε λιγότερα ορθογραφικά και γρηγορότερη προπαίδεια. Έξι εφτά; Εφτά εννιά; Κοκάλωνα. Ότι και να με ρωτούσε κοκάλωνα. Έσκυβα το κεφάλι και... έλεγα "πού θα μου πάει, θα μεγαλώσω και θα ησυχάσω!" Δεν ησύχασα. Οι περισσότεροι από δαύτους, μαζεύονται σε μαγαζιά παπουτσιών. Για κάποιο λόγο όταν πας για δημοτικός σύμβουλος αγοράζεις καινούρια παπούτσια. Καλό είναι να τα πάρεις ένα δυο νούμερα μεγαλύτερα για να χωράνε οι κάρτες. Ναι, αλήθεια λέω. Καθένας από δαύτους κρύβει στις κάλτσες, τις τσέπες και το καπέλο του ένα σωρό καρτούλες με τη φωτογραφία, τ' όνομά του και ένα σύνθημα: Σέρρες forever! Serres Power! Σέρρες φρου φρου και αρώματα.
Θα σας ψηφίσω, θα σας ψηφίσω! Όλους θα σας ψηφίσω! Κι εσάς και την κυρία από δίπλα σας, και το παιδί σας, και το σκυλάκι σας, και τα εγγόνια σας και το αμάξι σας, το αφράτο χαλάκι του σπιτιού σας, τα ωραία σας κουφώματα, και το ασημένιο φίλτρο της επίχρυσης βρυσούλας. Ότι έχετε και δεν έχετε εγώ θα το ψηφίσω. Τίποτα δε θα μείνει αψήφιστο. Όμως σας παρακαλώ, επιτρέψτε μου μιαν αργοπορία σε αιφνίδιους πολλαπλασιασμούς. Ακόμα με παιδεύει η προπαίδεια του πέντε και δυσκολεύομαι να παίξω κρυφτό.  Όπου και να πάω, με βρίσκετε.

 late afternoon, 48x54”, oil on canvas, 2018 Sold
Late Afternoon, Samantha French, 2018

Σάββατο 30 Μαρτίου 2019

Τατουάζ Τριανταφυλλί

Ένα ρώσικο θα σου πάρω μαντήλι 
σαν αυτό που φοράνε οι μπάμπουσκες 
να λουλουδιάσουν οι ώμοι σου,
να στολίσεις τα στήθη σου
-συγγνώμη, το στήθος σου ήθελα να πω.
Μην κλαις.
Ξέρω πως εκεί που συνήθως έχουμε την καρδιά
τώρα εσύ έχεις ένα κοτσύφι.
Και δεν είναι
ρόζος σ΄ερωτευμένη παλάμη
ή σουβλερό άγανο σ' αλογίσια χαίτη
να το κόψεις, σκλήθρο να το πετάξεις πέρα.
Μην κλαις.
Όχι, μη λες με σφαγμένο το στήθος
γοργόνα πώς γίνεται.
Απέναντι κοίτα, γυναίκες
με δικά σου και δικά τους μωρά αγκαλιά
μ΄ όλα σου τα χαρούμενα ονόματα
σε φωνάζουν.
Με τατουάζ τριανταφυλλί θα στολίσεις
το στέρνο σου
και θα στρέψεις απαλά το δοιάκι.
Μην κλαις, ρε γοργόνα.



(Ποίημα της Δήμητρας Κουβάτα, γραμμένο τον Μάρτιο του 2019)

http://www.biblionet.gr/book



R.C.Gorman

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2019

ανορθόγραφη καρδιά

Αγαπώ τις λέξεις. Όχι όλες. Τις ματωμένες. Αυτές με τα ορθογραφικά.
Λέξεις στραβές, με σίγμα ατελείωτο και λίγο χνούδι από σβήστρα.
Ύστερα έρχονταν ένα χέρι, έσφιγγε ένα κόκκινο στυλό και κάρφωνε τις λέξεις μου.
Αυτές ξεψυχούσαν και γω μεγάλονα.
Γράφω πάντα με χαρτομάντιλο.  Το χέρι μου λίγο ιδρώνει.

Ιδρώνει η καρδιά μου. Είναι μια ανορθόγραφη καρδιά. Δε διάβαζε πολύ.

Ο νους της ήταν στα χτυπήματα.

cold winter, Leonid Afremov 




Κυριακή 17 Μαρτίου 2019

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2018

Είναι πολύ δύσκολο να χωρέσεις σε μια κονσέρβα.

Στην Ιταλία, όταν γουργουρίζουν τα στομάχια τους δεν ανοίγουν κονσέρβες με ζαμπόν. 
Στην Ιταλία, οι κονσέρβες είναι γεμάτες άλογα. 

Στη Ρώμη, στο Παλέρμο, στη Σικελία, είναι πολύ πιθανόν να δαγκώσεις το πόδι ή το αυτί κάποιου αλόγου.
Είναι πολύ δύσκολο να χωρέσεις σε μια κονσέρβα. 
Όμως το πιο δύσκολο είναι να περιτριγυρίζεσαι από λάδι. 
Τι να στα λέω. 
Τι να στα λέω.



Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

Επτά θεατρικοί μονόλογοι

Ο Θεοχαρης Παπδόπουλος για το "Μην κλαις, ρε Γοργόνα!"


Τις περισσότερες φορές, που διαβάζουμε ένα θεατρικό έργο, που μας αρέσει, νιώθουμε την ανάγκη να το δούμε να ανεβαίνει σε κάποιο θέατρο, έτσι ώστε να μπορέσουμε να το απολαύσουμε πραγματικά. Συνήθως, η απλή ανάγνωση δεν αρκεί. Αυτό συμβαίνει γιατί ο θεατρικός συγγραφέας, όταν γράφει το έργο, έχει στο νου του, την παράσταση, που θα μπορούσε να ανέβει με βάση το έργο.
Υπάρχει, όμως, ένα υβριδικό είδος θεάτρου, που είναι το αφηγηματικό θέατρο. Ένα είδος μεταξύ πρόζας και θεάτρου, που φλερτάροντας και με τα δύο είδη, καταφέρνει να δώσει έργα, όπου ο αναγνώστης και ο θεατής μπορούν να τα απολαύσουν εξίσου.
Μια τέτοια περίπτωση είναι και το βιβλίο του Παναγιώτη Γκούβερη: «Μην κλαις, ρε Γοργόνα!», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Γαβριηλίδης». Πρόκειται για εφτά θεατρικούς μονόλογους, που είναι τόσο καλά δομημένοι, έτσι ώστε αν δεν υπήρχαν κάποιες σκηνοθετικές οδηγίες, θα νομίζαμε ότι διαβάζαμε διηγήματα. Ο συγγραφέας καταφέρνει να συνδυάσει την πρόζα με το θέατρο με πρωτότυπο ύφος γραφής. Ο Παναγιώτης Γκούβερης γίνεται φίλος με τον αναγνώστη ή τον θεατή και του ανοίγει την καρδιά του. Του μιλάει για όλα τα σύγχρονα κοινωνικά αδιέξοδα. Τα λόγια φεύγουν από μέσα του σαν χείμαρρος. Ο συγγραφέας ξεσπάει και λέει πολλά χωρίς, όμως, να φλυαρεί. Δεν μιλάει ακατάσχετα, αλλά μιλάει για όλους και για όλα. Με γλώσσα λιτή, σύγχρονη και κατανοητή καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη ή του θεατή ως το τέλος.
Οι εφτά μονόλογοι περιλαμβάνουν διάφορα κοινωνικά θέματα, που μας απασχολούν σήμερα. Τα παιδιά, που πνίγονται στο Αιγαίο, ο νεαρός, που μοιράζει φυλλάδια και επιλέγει τον τρόπο αυτοκτονίας του, ένα κορίτσι χωρισμένων γονιών και ένας δάσκαλος, που δεν έχει όρεξη να διδάξει είναι τα πιο ενδιαφέροντα θέματα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα υπόλοιπα υστερούν.
Σε αρκετά σημεία του βιβλίου υπάρχει μια ειρωνεία, που αλλού είναι λεπτή και αλλού τραγική. Η σάτιρα και το χιούμορ υπάρχουν σχεδόν σε όλους τους μονόλογους παρά τη μελαγχολική διάθεση και η γεύση, που μένει στο τέλος είναι γλυκόπικρη. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή περιγραφής ενός ποδοσφαιρικού στιγμιότυπου, όπου οι ποδοσφαιριστές είναι σαμπουάν: «Σασούν… Σασούν με την μπάλα… Δίνει στον Παντέν… Παντέν περνάει στον Μοτέι… Μοτέι Τιμοτέι και γκολ!»
Συμπερασματικά, το βιβλίο του Παναγιώτη Γκούβερη «Μην κλαις, ρε Γοργόνα!» είναι ένα πολύ ενδιαφέρον έργο, που αναδεικνύει τις αρετές του αφηγηματικού θεάτρου. Οφείλουμε να συγχαρούμε τον συγγραφέα και περιμένουμε τα καινούργια έργα του.

Πρώτη Δημοσίευση: fractal

Fernando Botero, Venum, 1996.




Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2018

Ο μεταμοντερνισμός μέσα από τα διηγήματα του Παναγιώτη Γκούβερη


«Μην κλαις, ρε Γοργόνα!» είναι το τίτλος της συλλογής διηγημάτων του Παναγιώτη Γκούβερη από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη. Επτά διηγήματα στα οποία ο συγγραφέας σκηνοθετεί την αποσάθρωση, τη διανοητική και ηθική παράλυση της εποχής και των ανθρώπινων σχέσεων.
Στα διηγήματα παραβιάζεται η παραδοσιακή φόρμα. Η γραμμική τελεολογική και αιτιοκρατική πλοκή διαλύεται σε ανοικτές ελλειπτικές συχνά ασύνδετες σκηνές και σκέψεις. Η γραφή ρέει σαν σιντριβάνι. Οι ελλειπτικές προτάσεις συμφύρονται με αντιπροσωπευτικούς τόπους αστικού και οικογενειακού σκηνικού. Ένας διαρκής εσωτερικός μονόλογος που σκιαγραφεί την αλλοτρίωση, τον κατακερματισμό της ανθρώπινης προσωπικότητας.
Μέσα από την εκτεταμένη χρήση της μοντερνιστικής τεχνικής της ροής της συνείδησης, μέσα από χειμαρρώδεις μονολόγους σε πρώτο πρόσωπο, παρακολουθούμε τους ήρωες να αναπαράγουν ερωτικές επιθυμίες, πάθη, τραύματα. Τα όρια του πεζού λόγου δοκιμάζονται με μια διακειμενικότητα που συνομιλεί με το θέατρο, βρίθει από λογοπαίγνια και ανάμειξη στοιχείων που προέρχονται από διαφορετικά είδη, το εξπρεσιονιστικό, το υπερρεαλιστικό, το παράλογο. Μια μετανεωτερική (postmodern) κατάσταση όπου καταλύεται η συνοχή του υποκειμένου, κάθε αξία σχετικοποιείται με την ασυνέχεια του χρόνου, τις συνειρμικές αφηγήσεις στις οποίες κυριαρχούν η ενδοσκοπική τεχνική και η ρέουσα εμπειρία της συνείδησης.
Οι χαρακτήρες διαγράφονται ατελώς. Ο φακός στρέφεται προς το εσωτερικό, τα αντιφατικά συναισθήματα, τις φευγαλέες σκέψεις, τις αποσπασματικές εντυπώσεις καθημερινών ανθρώπων που πένονται, ταλανίζονται από την ανεργία, τον αυτισμό, το διαζύγιο. Ο λόγος είναι άμεσος, καθημερινός, κοφτός, με επαναλήψεις, συγκινησιακή φόρτιση, θεατρική δομή και σκηνοθεσία έκδηλη.
Ο σκηνικός χώρος λιτός. Η φύση απούσα. Η δράση αναμετριέται διαρκώς με τη στασιμότητα, τη μνήμη. Το παρελθόν διαμορφώνει το παρόν μέσω της μνήμης. Ενδεικτικές στιγμές της ζωής των ηρώων και το άμορφο νεωτερικό παρόν με τους υπόγειους συμβολισμούς που μεταπηδούν από τον εξωτερικό κόσμο στον εσωτερικό, τον οποίο περιγράφουν με τρόπο αφαιρετικό. Αποσπασματικοί διάλογοι, αστικό τοπίο, μουντά χρώματα, αποξενωμένα πρόσωπα. Οι συμβάσεις της πλοκής καταργούνται και ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη μεταμοντέρνα αισθητική που εμπνέεται από το θέατρο και άλλες μορφές τέχνης.
Ο συγγραφέας φλερτάρει με τον εξπρεσιονισμό. Οι αφηγήσεις πλέκουν ένα  κλειστοφοβικό νήμα γύρω από τους ήρωες χωρίς να προσφέρουν λύση ή λύτρωση. Η ερμηνεία εκκρεμεί, ο μετεωρισμός των ηρώων είναι έντονος. Ο ασφυκτικός κλοιός που διαγράφεται γύρω από τα πρόσωπα, ο ακίνητος χρόνος, οι σχέσεις εξάρτησης και εξουσίας μέσα σε έναν κόσμο διάλυσης και άρνησης, η εξουσιαστική σχέση του πατέρα, η παιδική κακοποίηση, όλα παρουσιάζονται σαν θραύσματα ζωής. Οι ήρωες βρίσκονται σε αδυναμία επικοινωνίας, όργανα αποκαθήλωσης της δήθεν τάξης του δυτικού πολιτισμού. Η ζωή ένα ανέκδοτο με τον Τοτό.
Ο Παναγιώτης Γκούβερης, στη συλλογή διηγημάτων του «Μην κλαις, ρε Γοργόνα!», μοιράζεται την απόγνωση του ανθρώπου που πηγάζει από την ένδεια της εμπιστοσύνης, την απουσία της αγάπης. Αναπαριστά  το  ρευστό κόσμο μας ορίζοντας το χρόνο μέσα από τη στιγμή. «Στιγμές άδειες, και τώρα και πάντα, να όμως που αθροίζονται, κι ο λογαριασμός κλείνει, η ιστορία τελειώνει», γράφει ο Σάμουελ Μπέκετ στο «Τέλος του παιχνιδιού». Η γλώσσα στα διηγήματα του Παναγιώτη Γκούβερη αποδομείται, όπως η λογική και τα ιδεολογήματα. Ο συγγραφέας μέσα στο διαθλασμένο γλωσσικό κάτοπτρο αναζητεί την ύπαρξη. Γι΄ αυτό και επικεντρώνεται στα μύχια της ανθρώπινης ψυχής, στα κρυμμένα και τα ανείπωτα.
Η συλλογή διακρίνεται για το πικρό χιούμορ της, τη λεπτή – πολλές φορές σουρρεάλ – σάτιρα που καίει το μικροαστό, τον τεχνοκράτη, τον καλοπερασμένο, το λαμπερό κόσμο της διαφήμισης, των παιχνιδιών, του πορνό. Ο φακός του σκηνοθέτη στρέφεται στον πένητα, τον άνεργο, τον άνθρωπο που εργάζεται περιστασιακά, που μοιράζει φυλλάδια στο δρόμο. Με τρυφερότητα για τα ανθρώπινα και το παιδί. Μια πρόζα καυστική, ένας σπαραχτικός θεατρικός μονόλογος.
Το έργο του Παναγιώτη Γκούβερη «Μην κλαις, ρε Γοργόνα!» είναι καθρέφτης της κοινωνίας με τις παθογένειες. Η άμεση απεύθυνση του συγγραφέα στον αναγνώστη και το παιδικό δήθεν αφελές ύφος που πέφτει σαν κεραυνός στη συνείδηση δημιουργούν ένα περιβάλλον καθηλωτικό. Αναμφίβολα αξιανάγνωστη η συλλογή καθιερώνει το συγγραφέα στους ταλαντούχους του καιρού μας.

(κριτική της Λίλιας Τσουβά για το "Μην κλαις, ρε Γοργόνα!")


Lucian Freud, Head of Ib. 1983

Άχνη Κανέλα Γκνταπ!

The Arts of Life in America: Unemployment, Radical Protest, Thomas Speed 1932 Καιρό έχει να γίνει σεισμός στην πόλη. Να βγούμε με τα σώβρακ...