«Μην κλαις, ρε Γοργόνα!» είναι το τίτλος της συλλογής διηγημάτων του Παναγιώτη Γκούβερη από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη. Επτά διηγήματα στα οποία ο συγγραφέας σκηνοθετεί την αποσάθρωση, τη διανοητική και ηθική παράλυση της εποχής και των ανθρώπινων σχέσεων.
Στα διηγήματα παραβιάζεται η παραδοσιακή φόρμα. Η γραμμική τελεολογική και αιτιοκρατική πλοκή διαλύεται σε ανοικτές ελλειπτικές συχνά ασύνδετες σκηνές και σκέψεις. Η γραφή ρέει σαν σιντριβάνι. Οι ελλειπτικές προτάσεις συμφύρονται με αντιπροσωπευτικούς τόπους αστικού και οικογενειακού σκηνικού. Ένας διαρκής εσωτερικός μονόλογος που σκιαγραφεί την αλλοτρίωση, τον κατακερματισμό της ανθρώπινης προσωπικότητας.
Μέσα από την εκτεταμένη χρήση της μοντερνιστικής τεχνικής της ροής της συνείδησης, μέσα από χειμαρρώδεις μονολόγους σε πρώτο πρόσωπο, παρακολουθούμε τους ήρωες να αναπαράγουν ερωτικές επιθυμίες, πάθη, τραύματα. Τα όρια του πεζού λόγου δοκιμάζονται με μια διακειμενικότητα που συνομιλεί με το θέατρο, βρίθει από λογοπαίγνια και ανάμειξη στοιχείων που προέρχονται από διαφορετικά είδη, το εξπρεσιονιστικό, το υπερρεαλιστικό, το παράλογο. Μια μετανεωτερική (postmodern) κατάσταση όπου καταλύεται η συνοχή του υποκειμένου, κάθε αξία σχετικοποιείται με την ασυνέχεια του χρόνου, τις συνειρμικές αφηγήσεις στις οποίες κυριαρχούν η ενδοσκοπική τεχνική και η ρέουσα εμπειρία της συνείδησης.
Οι χαρακτήρες διαγράφονται ατελώς. Ο φακός στρέφεται προς το εσωτερικό, τα αντιφατικά συναισθήματα, τις φευγαλέες σκέψεις, τις αποσπασματικές εντυπώσεις καθημερινών ανθρώπων που πένονται, ταλανίζονται από την ανεργία, τον αυτισμό, το διαζύγιο. Ο λόγος είναι άμεσος, καθημερινός, κοφτός, με επαναλήψεις, συγκινησιακή φόρτιση, θεατρική δομή και σκηνοθεσία έκδηλη.
Ο σκηνικός χώρος λιτός. Η φύση απούσα. Η δράση αναμετριέται διαρκώς με τη στασιμότητα, τη μνήμη. Το παρελθόν διαμορφώνει το παρόν μέσω της μνήμης. Ενδεικτικές στιγμές της ζωής των ηρώων και το άμορφο νεωτερικό παρόν με τους υπόγειους συμβολισμούς που μεταπηδούν από τον εξωτερικό κόσμο στον εσωτερικό, τον οποίο περιγράφουν με τρόπο αφαιρετικό. Αποσπασματικοί διάλογοι, αστικό τοπίο, μουντά χρώματα, αποξενωμένα πρόσωπα. Οι συμβάσεις της πλοκής καταργούνται και ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη μεταμοντέρνα αισθητική που εμπνέεται από το θέατρο και άλλες μορφές τέχνης.
Ο συγγραφέας φλερτάρει με τον εξπρεσιονισμό. Οι αφηγήσεις πλέκουν ένα κλειστοφοβικό νήμα γύρω από τους ήρωες χωρίς να προσφέρουν λύση ή λύτρωση. Η ερμηνεία εκκρεμεί, ο μετεωρισμός των ηρώων είναι έντονος. Ο ασφυκτικός κλοιός που διαγράφεται γύρω από τα πρόσωπα, ο ακίνητος χρόνος, οι σχέσεις εξάρτησης και εξουσίας μέσα σε έναν κόσμο διάλυσης και άρνησης, η εξουσιαστική σχέση του πατέρα, η παιδική κακοποίηση, όλα παρουσιάζονται σαν θραύσματα ζωής. Οι ήρωες βρίσκονται σε αδυναμία επικοινωνίας, όργανα αποκαθήλωσης της δήθεν τάξης του δυτικού πολιτισμού. Η ζωή ένα ανέκδοτο με τον Τοτό.
Ο Παναγιώτης Γκούβερης, στη συλλογή διηγημάτων του «Μην κλαις, ρε Γοργόνα!», μοιράζεται την απόγνωση του ανθρώπου που πηγάζει από την ένδεια της εμπιστοσύνης, την απουσία της αγάπης. Αναπαριστά το ρευστό κόσμο μας ορίζοντας το χρόνο μέσα από τη στιγμή. «Στιγμές άδειες, και τώρα και πάντα, να όμως που αθροίζονται, κι ο λογαριασμός κλείνει, η ιστορία τελειώνει», γράφει ο Σάμουελ Μπέκετ στο «Τέλος του παιχνιδιού». Η γλώσσα στα διηγήματα του Παναγιώτη Γκούβερη αποδομείται, όπως η λογική και τα ιδεολογήματα. Ο συγγραφέας μέσα στο διαθλασμένο γλωσσικό κάτοπτρο αναζητεί την ύπαρξη. Γι΄ αυτό και επικεντρώνεται στα μύχια της ανθρώπινης ψυχής, στα κρυμμένα και τα ανείπωτα.
Η συλλογή διακρίνεται για το πικρό χιούμορ της, τη λεπτή – πολλές φορές σουρρεάλ – σάτιρα που καίει το μικροαστό, τον τεχνοκράτη, τον καλοπερασμένο, το λαμπερό κόσμο της διαφήμισης, των παιχνιδιών, του πορνό. Ο φακός του σκηνοθέτη στρέφεται στον πένητα, τον άνεργο, τον άνθρωπο που εργάζεται περιστασιακά, που μοιράζει φυλλάδια στο δρόμο. Με τρυφερότητα για τα ανθρώπινα και το παιδί. Μια πρόζα καυστική, ένας σπαραχτικός θεατρικός μονόλογος.
Το έργο του Παναγιώτη Γκούβερη «Μην κλαις, ρε Γοργόνα!» είναι καθρέφτης της κοινωνίας με τις παθογένειες. Η άμεση απεύθυνση του συγγραφέα στον αναγνώστη και το παιδικό δήθεν αφελές ύφος που πέφτει σαν κεραυνός στη συνείδηση δημιουργούν ένα περιβάλλον καθηλωτικό. Αναμφίβολα αξιανάγνωστη η συλλογή καθιερώνει το συγγραφέα στους ταλαντούχους του καιρού μας.
(κριτική της Λίλιας Τσουβά για το "Μην κλαις, ρε Γοργόνα!")
|
Lucian Freud, Head of Ib. 1983 |